ΚΙΝΗΤΙΚΟ

Όπου κι αν βρίσκεσαι, σκάβε βαθιά. Κάτω είναι η πηγή. Άσε τους σκοταδιστές να φωνάζουν πως «κάτω είναι η κόλαση»...Ο κόσμος μπορεί να είναι όσο θέλει σκοτεινός, όμως αρκεί να παρεμβάλουμε ένα κομμάτι ελληνικής ζωής, για να φωτιστεί αμέσως άπλετα. (Φρίντριχ Νίτσε). Οι απόψεις που παρατίθενται με τη μορφή άρθρων, ανακοινώσεων ή σκέψεων εκφράζουν καθαρά τον εκάστοτε γράφοντα και όχι αναγκαστικά τις απόψεις της κίνησης.

Επιστροφή: ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΥΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΑΣ!

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Δυστυχώς: η παρακμή του δυτικού πολιτισμού...

Άρθρο του Χρήστου Γιανναρά

Μηδενισμού Τερατογενέσεις
(ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 16/11/14)

Η εξάπλωση του Ισλάμ στον σημερινό κόσμο είναι έκπληξη, μαζί και αίνιγμα. Εκπληξη, για τη δυναμική της εξάπλωσης, την ταχύτητα και τις γεωγραφικές της διαστάσεις, την ικμάδα που εμφανίζει αυτή η θρησκεία στα πλαίσια ενός παγκοσμιοποιημένου πολιτισμού ριζικά αντιμεταφυσικού.


Αίνιγμα, γιατί η θρησκεία η ισλαμική, χωρίς να το επιδιώξει, έχει φτάσει να λειτουργεί σαν πόλος συσπείρωσης σε μια διεθνή στράτευση ενάντια στη Δύση χρησιμοποιώντας τους τρόπους και τις πρακτικές της Δύσης.

Το σκάνδαλο οξύνεται από τον αριθμό των θαυμαστών που αποκτά το Ισλάμ στους κόλπους των ίδιων των κοινωνιών της Δύσης: Γηγενείς Δυτικοί γοητεύονται από την ισλαμική θρησκεία, σπεύδουν να προσχωρήσουν σε αυτήν, να παραδοθούν με ολοκληρωτική αφοσίωση στον φανατισμένο αντίπαλο. Ο Βρετανός μασκοφόρος, που αποκεφαλίζει μπροστά στην κάμερα «απίστους» με την άνεση που θα έλιωνε πατώντας την μια κατσαρίδα, είναι φανερό ότι μισεί με πάθος τον πολιτισμό των πατέρων του, την πίστη της μάνας του. Παιδιά, αγόρια - κορίτσια από τις πιο αναπτυγμένες κοινωνίες της Δύσης, μηχανεύονται χίλια-δυο τεχνάσματα για να δραπετεύσουν από τους καταναλωτικούς «παραδείσους» και να φτάσουν στο κράτος των Τζιχαντιστών στο Ιράκ: να θυσιαστούν στον «ιερό πόλεμο» ενάντια στη Δύση. Ποια κίνητρα έχουν, τι τα συνεπαίρνει σε αυτή τη μέθη;

Δεν πρόκειται για μια μεταφυσική πίστη που μάχεται ένα αντιμεταφυσικό «παράδειγμα», όχι. Το Ισλάμ είναι μια θρησκεία χωρίς μεταφυσική, δεν φιλοδόξησε ποτέ να κομίσει απαντήσεις σε ερωτήματα υπαρξιακά: ερωτήματα για την αιτία και τον σκοπό (το «νόημα») της ζωής, του κόσμου, της Ιστορίας, να μας πει: γιατί το κάλλος, γιατί η ετερότητα, γιατί ο έρωτας, να δώσει μια εξήγηση στο σκάνδαλο της φθοράς και του θανάτου, του «κακού» που κυριαρχεί στον κόσμο. Το ιερό βιβλίο του Ισλάμ είναι ένα εγχείριδιο κανόνων συμπεριφοράς για την πρακτική της καθημερινότητας, μαζί και μια ψυχολογική εμμονή σε «αυτονόητα» στερεότυπα για αμοιβή των πιστών και εξολοθρεμό των απίστων. Η προσδοκία των ευσεβών μουσουλμάνων είναι μια ατέρμονη παράταση της ύπαρξης μετά τον θάνατο, με απολαύσεις υλικές, σαν αυτές που ονειρεύεται επί γης κάθε στερημένος.

Το κίνητρο που μπορεί να υποθέσει κανείς ότι ωθεί νέους ανθρώπους σήμερα να αποδράσουν από τους καταναλωτικούς παραδείσους της Δύσης και να στρατευθούν στο μαχόμενο τη Δύση Ισλάμ, είναι ίσως ο τρόμος του κενού, παράγωγο του θεωρητικού και έμπρακτου μηδενισμού, κυρίαρχου στις δυτικές κοινωνίες. Το παγκοσμιοποιημένο δυτικό «παράδειγμα» έχει μεταβάλει τον πλανήτη σε πεδίο, όπου κυρίαρχος είναι ο νόμος της ζούγκλας: Ενας ολοκληρωτικά επιβαλλόμενος αμοραλισμός, η ηθική της δύναμης του ισχυροτέρου, η αδυσώπητη, στυγνή απολυταρχία των «αγορών». Τηρούνται όλα τα προσχήματα των «φιλελεύθερων», δημοκρατικών ιδεωδών της Δύσης: Γίνονται εκλογές, λειτουργούν κοινοβούλια, θεσμοί Δικαιοσύνης, αυτονομημένα από το κράτος ΜΜΕ. Και πίσω από την παντομίμα, η αόρατη αλλά παντοδύναμη εξουσία των οικονομικών συμφερόντων καθορίζει τα πάντα: Σε ποιον θα δοθούν τα απαιτούμενα κεφάλαια προεκλογικών δαπανών, ώστε να είναι νομοτελειακά δεδομένη η εκλογή του (στην προεδρία των ΗΠΑ ή... στην Β΄ Αθηνών!) – αφού το χρήμα εξασφαλίζει τη διαφημιστική πλύση εγκεφάλου των μαζών, δηλαδή τη νομιμοποίηση της απόλυτης εξουσιαστικής αυθαιρεσίας.

Το 4% του γήινου πληθυσμού απολαμβάνει, χάρη στην εξαπάτηση ή στον εξανδραποδισμό του υπόλοιπου 96%, παραδείσους χλιδής, ηδονής και δύναμης, που καμιά αφελής θρησκευτική επαγγελία δεν θα μπορούσε ποτέ να φαντασιωθεί. Ιδιωτικοί «οίκοι» αξιολογούν κρατικές οικονομίες, αποφασίζουν (πέρα από κάθε πολιτικό έλεγχο) ποια κοινωνία θα λιμοκτονήσει και ποια θα δανειοδοτηθεί. Πολεμικές βιομηχανίες και ο υπόκοσμος της λαθρεμπορίας των όπλων επιλέγουν ποια χώρα θα μακελευτεί και με ποιο πρόσχημα. Και πάει λέγοντας.

Απέναντι σε αυτόν τον εφιάλτη του κυρίαρχου στο δυτικό «παράδειγμα» μηδενισμού (μηδενισμού κάθε «νοήματος» της ανθρώπινης ύπαρξης και συνύπαρξης – του κάλλους, της ετερότητας και μοναδικότητας, των σχέσεων κοινωνίας), κάποιοι Δυτικοί ζητάνε να αρπαχτούν από μια συνεπέστερη «πίστη». Και όσο μεγαλύτερος ο πανικός από τον εφιάλτη, τόσο πιο τυφλή η πίστη που τους ντοπάρει. Ο Βρετανός που αποκεφαλίζει ανθρώπους επιδεικτικά μπροστά στην κάμερα, «πιστεύει», ίσως, ότι έτσι αντιστέκεται στις πετρελαϊκές εταιρείες που βάσισαν στην παραπληροφόρηση την εισβολή στο Ιράκ (πιθανόν και τον αφανισμό τριών χιλιάδων ανθρώπων στους Δίδυμους Πύργους). Ο μηδενισμός γεννάει τόσο το τυφλό συμφέρον όσο και την τυφλή «πίστη».

Το 1887 ο Νίτσε έγραφε για τον ευρωπαϊκό μηδενισμό: «Αυτό που σας αφηγούμαι, είναι η ιστορία των επόμενων δύο αιώνων. Περιγράφω αυτό που έρχεται, αυτό που δεν μπορεί πια να μη συμβεί: την ανάδυση του μηδενισμού». Απίστευτα ευθύβολη πρόβλεψη. Που τη συνόδευε και η απερίφραστη αιτιολόγησή της: «Ο μηδενισμός, ο πιο ανησυχητικός από τους επισκέπτες, στέκεται στο κατώφλι της πόρτας», επειδή «ο Θεός πέθανε και τον σκοτώσαμε εμείς – εσείς και εγώ! Εμείς όλοι είμαστε οι φονιάδες του!.. Τι άλλο είναι πια αυτές οι εκκλησίες, παρά οι τάφοι και τα μνήματα του Θεού;».

Η νοησιαρχία, που μεταβάλλει το άθλημα της πίστης - εμπιστοσύνης σε πακέτο ιδεολογικών «πεποιθήσεων», ο νομικισμός και ο ηθικισμός, που έχουν αλλοτριώσει το εκκλησιαστικό γεγονός σε ιδρυματική κατοχύρωση της «ενάρετης» εγωπάθειας και της ναρκισσιστικής αυτασφάλισης, η ασφυκτικά ατομοκεντρική «σωτηρία», εξαγορασμένη δικαιωματικά με αξιόμισθες πράξεις για την αιώνια επιβίωση του εγώ – αυτά όλα είναι ο «θάνατος του Θεού», η αποθέωση του μηδενισμού. Και δεν συμβαίνουν κάπου στην «παραστρατημένη» Δύση όλα αυτά, Δύση είμαστε πια όλοι μας. Ακούστε τα κηρύγματα των ελλαδιτών επισκόπων, αναζητήστε εξήγηση: γιατί χειροτονούνται επίσκοποι, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, μόνο όσοι εκφέρουν πεθαμένο λόγο για μια ιδεοληψία Θεού, γιατί η ανθρώπινη ποιότητα, μέσα στην Εκκλησία, είναι εν διωγμώ. Παρακολουθήστε στο διαδίκτυο να ενθρονίζονται σε μητροπολιτικούς θρόνους παιδάρια τέτοιων δεξιοτήτων «διαπλοκής», ώστε να έχουν θεατές του «θριάμβου» τους τον πρωθυπουργό με το μισό υπουργικό του συμβούλιο και περίπου όλους τους ανώτατους κρατικούς αξιωματούχους.

Οταν πεθαμένοι άνθρωποι διαχειρίζονται τη μαρτυρία για τη ζωή που νικάει τον θάνατο, το επόμενο (λογικά) πλάνο είναι ο τζιχαντιστής Βρετανός, που κηρύττει κόβοντας κεφάλια.

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Οι πυραμίδες του Μάντοφ και το αδιεξοδο της εποχής...

Άρθρο του συν. Δημήτρη Σουλιώτη:

Oι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, οι «πυραμίδες» του Μάντοφ και το αμερικανικό αδιέξοδο

Με τα τελευταία έξη άρθρα μου, που αποτελούν μια ενότητα, προσπάθησα να προσεγγίσω μορφές του ελληνικού αδιεξόδου και να αναδείξω το βάθος του και τις τεράστιες δυσκολίες υπέρβασής του. Για να μην θεωρηθεί όμως ότι έχω κάποια εμμονή με την Ελλάδα και τους …κακούς έλληνες, αποφάσισα να γράψω για ένα άλλο αδιέξοδο απείρως πιο σημαντικό, γιατί προέρχεται από ένα κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο που αποτελεί παγκόσμιο πρότυπο. Τα ερεθίσματα για τη συγγραφή του παρόντος άρθρου ήταν δύο: Το πρώτο ήταν η μελέτη του βιβλίου του ελληνοαμερικανού χρηματοοικονομικού αναλυτή - ελεγκτή Harry Markopolos «Κανείς δεν ήθελε ν’ ακούσει», που αφορά τη μεγάλη χρηματοοικονική απάτη με τις «πυραμίδες» του Μάντοφ. Το δεύτερο ερέθισμα ήταν η συντριπτική ήττα που υπέστη ο πρόεδρος Ομπάμα στις ενδιάμεσες εκλογές αντιπροσώπων των νομοθετικών σωμάτων στις ΗΠΑ. Όσον αφορά το βιβλίο του Μαρκόπολος προσπαθώ με το παρόν κείμενο να απαντήσω στην απορία του γιατί «Κανείς δεν ήθελε ν’ ακούσει», που αποτελεί και την ουσία του αμερικανικού αδιεξόδου. Ειδικότερα καταβάλλεται μια προσπάθεια ανάλυσης του θέματος όχι στο οικονομικό ή κοινωνικό πεδίο, αλλά στο φιλοσοφικό – ψυχολογικό, όπου βρίσκονται, κατά τη γνώμη μου, οι βασικές αιτίες που διαμορφώνουν το σύστημα και τους ανθρώπους του, οι οποίοι το λειτουργούν και το αναπαράγουν. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Μπέρνι Μάντοφ, αλλά και ο πρωταγωνιστής της ταινίας «Ο λύκος της Wall Street» με τον Λεονάρντο ντι Κάπριο.

Ο συγγραφέας και το βιβλίο

Ο Χάρι Μαρκόπολος είναι Έλληνας τρίτης γενιάς από την Πενσυλβάνια, Ορκωτός Χρηματοοικονομικός Αναλυτής, Πιστοποιημένος Ερευνητής Χρηματοοικονομικής Απάτης και τ. Πρόεδρος της Ένωσης Χρηματιστηριακών Αναλυτών Βοστώνης. Το ερέθισμα για να μετατραπεί σε κυνηγό του Μάντοφ και της απάτης του και τελικά στη συγγραφή του βιβλίου ήταν η παρατήρησή του ότι το hedge fund (επενδυτικό κεφάλαιο αντιστάθμισης κινδύνων) του τελευταίου έδινε εξωφρενικά καλές αποδόσεις, ανεξαρτήτως των διακυμάνσεων της αγοράς. Επιπλέον οι συναλλαγές της εταιρίας, με το πρόσχημα ότι είναι έξω-χρηματιστηριακές, δεν αναφέρονταν πουθενά και ως εκ τούτου δεν ελέγχονταν από καμιά εποπτική αρχή. Ο Μαρκόπολος ως πολύ καλός γνώστης των μαθηματικών γνώριζε ότι σε αντίθεση με τους ανθρώπους οι αριθμοί δεν μπορούν να πουν ψέματα και έτσι άρχισε τη μακρόχρονη έρευνά του, για την ανακάλυψη της κρυμμένης αλήθειας.

Το πρώτο πράγμα που ένιωσα διαβάζοντας το βιβλίο ήταν μια αίσθηση ηθικής και δικαίου που διαπερνούσε όλες τις σελίδες του και αποτυπωνόταν στο πάθος του συγγραφέα για την αναζήτηση της αλήθειας και την τιμωρία των ενόχων. Αναρωτήθηκα: Πως μπόρεσε αυτός ο άνθρωπος να αποφύγει την απορρόφησή του από το σύστημα και να σταθεί έξω και πάνω απ’ αυτό; Γιατί ενώ οι άλλοι, οι πολλοί εκμεταλλεύονται, αποδέχονται ή ανέχονται το σύστημα, αυτός διέγνωσε την «αρρώστια» του, δεν την άντεξε και αποφάσισε να συγκρουστεί μαζί του; Τι ήταν αυτό που τον κινητοποίησε; Ποια ήταν η κινητήρια δύναμη του πάθους του; Η αυστηρή οικογενειακή ανατροφή με την προτεσταντική ηθική της πατρίδας του, που μπολιάστηκε όμως με τις δογματικές αρχές της ορθόδοξης ανατολής των προγόνων του; Ο ναρκισσισμός της υπεροχής μέσω της σύγκρουσης και της κατατρόπωσης ενός μεγάλου; Ή μήπως υπάρχει σε κάποιους ανθρώπους, κάποιο ισχυρό γονίδιο δικαιοσύνης; Γιατί ήταν τελικά αυτή η κινητήρια δύναμη που τον οδήγησε να ακολουθεί για εννιά ολόκληρα χρόνια τα ίχνη ενός από τους ισχυρότερους άντρες της Γουόλ Στριτ, πεπεισμένος ότι επρόκειτο για έναν από τους μεγαλύτερους απατεώνες στην ιστορία της αγοράς και να υποβάλλει πέντε αναφορές στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με τις ανησυχίες του. Ήταν αυτή η δύναμη που τον οδήγησε να δουλεύει μυστικά με τρεις συνεργάτες του χρηματοοικονομικού κλάδου, να επενδύσει ατέλειωτες ώρες, να ρισκάρει ακόμη και τη ζωή του, αλλά …κανείς δεν ήθελε ν’ ακούσει.   

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας αυτό που τον εξέπληξε από την αρχή της καριέρας του ήταν το μέγεθος της διαφθοράς, η οποία αποτελούσε έναν αποδεκτό τρόπο δουλειάς. Όταν κάποτε είχε επιστήσει την προσοχή ενός αναλυτή της Γουόλ Στριτ σε μια συγκεκριμένη εταιρία που μαγείρευε τα βιβλία της, αυτός του απάντησε ότι η επισήμανσή του τον έκανε να αισθάνεται ακόμη μεγαλύτερη σιγουριά για την επιλογή του να συστήσει τις μετοχές της ως ανοδικές, γιατί μια τέτοια εταιρία δεν θα μπορούσε ποτέ να απογοητεύσει τη Γουόλ Στριτ!! Μέσα από τη μακρόχρονη εμπειρία του και με οδηγό το αίσθημα δικαίου που τον διακατείχε κατάλαβε ότι ο Μάντοφ δεν ήταν μια ιδιότυπη παρέκκλιση, ήταν η προέκταση της παραβατικής κουλτούρας. Κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι σε μια δουλειά όπου το αποτέλεσμα κρίνεται αποκλειστικά από το χρήμα, υπάρχει ένα ανεκτό επίπεδο βαθιά ριζωμένης ανομίας. Έμαθε ότι ο χρηματοοικονομικός κλάδος βασίζεται στη σχέση θηρευτή και θηράματος και αν δεν ξέρεις ποιος είναι ο θηρευτής, αυτόματα μετατρέπεσαι σε θήραμα – θύμα. 

Και όσον αφορά τις ελεγκτικές αρχές της πατρίδας του, διαπίστωσε και εκεί ανοχή και συνενοχή. Η αρμόδια Αρχή (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς) αντί να επικεντρώνεται στα ουσιώδη, όπως είναι η εξαπάτηση των επενδυτών, έλεγχε και ήταν πολύ σκληρή με τους μικροαπατεώνες, τα «παπαγαλάκια» και τους insiders. Αντίθετα συμπεριφερόταν με το γάντι στις μεγάλες εταιρίες και τους θεσμικούς παράγοντες της Γουόλ Στριτ, επιβάλλοντας ανούσια και διόλου αποτρεπτικά πρόστιμα ή δίνοντας έμφαση σε δευτερεύουσας σημασίας θέματα, όπως αυτά της τήρησης γραφειοκρατικών διαδικασιών. Επίσης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δραστηριοποιούμενες παγκόσμια τέσσερις μεγάλες ελεγκτικές – λογιστικές εταιρίες δεν «αντιλήφθηκαν» ούτε την κομπίνα του Μάντοφ, αλλά ούτε και κανένα από τα μεγάλα οικονομικά εγκλήματα που διέπραξαν άλλες μεγάλες εταιρίες. Όλοι τους είχαν «καθαρά» βιβλία. Και ο συγγραφέας εύλογα αναρωτιέται: Ποιος ο λόγος ύπαρξής τους, αν δεν μπορούν να ελέγξουν την πιθανότητα απάτης; Γιατί να πληρώνεις το λογιστικό έλεγχο, αν οι ελεγκτές δεν έχουν εκπαιδευτεί να ερευνούν απάτες; Ποιος τέλος πάντων είναι ο λόγος ύπαρξης της έκθεσης του ορκωτού λογιστή σε μια εταιρία που ήδη παρανομεί;  

Ο Μάντοφ και η κομπίνα του

Η κομπίνα του Μάντοφ καλλιεργήθηκε στα εύφορα εδάφη ενός καπιταλισμού – καζίνο, ενώ στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων στηρίχτηκε στην εκμετάλλευση δύο χαρακτηριστικών των πελατών του, που ευδοκιμούν στην αμερικανική κοινωνία: την απληστία και το ναρκισσισμό. Όσον αφορά την απληστία οι επενδυτές του Μάντοφ γνώριζαν ότι κάτι περίεργο συνέβαινε με τις αποδόσεις των προϊόντων του, αλλά πίστευαν ότι ήταν – όπως τόσοι άλλοι - ένας ακόμη τύπος που κινούνταν στις γκρίζες ζώνες της Γουόλ Στριτ. Με άλλα λόγια πίστευαν ότι έκανε κάτι παράνομο, αλλά το αποδέχονταν επειδή ήταν ο προσωπικός τους απατεώνας, ένας απατεώνας που ήξεραν ότι μπορούν να εμπιστεύονται. Ήταν μια σπουδαία συμφωνία: Καρπώνονταν τα οφέλη της κλοπής, χωρίς να χρειάζεται να αναλάβουν κανένα ρίσκο. Από την άλλη ο ναρκισσισμός των πελατών του έχει σχέση με την πίστη τους ότι ο Μάντοφ παρείχε τις υπηρεσίες του αποκλειστικά σε λίγους εκλεκτούς επενδυτές, τους οποίους επέλεγε προσεκτικά βασιζόμενος στη διακριτικότητά τους. Αισθάνονταν ξεχωριστοί, ως ανήκοντες σ’ ένα ξεχωριστό κλαμπ εκλεκτών - άλλωστε κάποιοι ήταν μέλη των βασιλικών οικογενειών της Ευρώπης - και βέβαια ως εκλεκτοί έπρεπε να έχουν περισσότερα προνόμια (κέρδη) από τους …παρακατιανούς. Δεν έλαβαν όμως υπόψη τους ότι οι μεγάλοι νάρκισσοι απατεώνες εξαπατούν τους πάντες, ακόμη και γαλαζοαίματους νάρκισσους, που πιστεύουν ότι τους οφείλονται τα πάντα και οι ίδιοι δεν οφείλουν τίποτα σε κανένα. Η απληστία και ο ναρκισσισμός των πελατών εξυπηρετούσαν θαυμάσια τον προφανή στόχο του Μάντοφ να μην τον πιάνουν τα «ραντάρ» των ελεγκτικών αρχών, μέσω της επιβολής ενός πέπλου μυστικότητας. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι η επιτυχία της ιδιόκτητης στρατηγικής του εξαρτιόταν από τη μυστικότητά της και σχεδόν όρκιζε τους επενδυτές του στην τήρηση της εχεμύθειας, απειλώντας ταυτόχρονα ότι θα τους επέστρεφε τα κεφάλαιά τους αν μιλούσαν.

Ποια ήταν όμως η κομπίνα του Μάντοφ; Όλοι ή σχεδόν όλοι οι πελάτες - επενδυτές του πίστευαν (πίστη - συναίσθημα αντί λογικής) ότι οι επενδύσεις των χρημάτων τους κινούνταν στο περίπλοκο και δυσνόητο πεδίο των δομημένων προϊόντων και των παραγώγων, στο πεδίο των λογισμικών της μη παραμετρικής στατιστικής και των διαφορικών εξισώσεων. Είναι αδύνατο να υπολογιστεί ο αριθμός των χρηματοοικονομικών προϊόντων που με απόκρυφες μεθόδους σκαρφίζονται χιλιάδες μαθηματικά μυαλά (ποσοτικοί αναλυτές) σ’ όλο τον κόσμο, προκειμένου οι πλούσιοι του πλανήτη να δημιουργούν και να διατηρούν τον πλούτο τους, υπερβαίνοντας νόμους, ρυθμίσεις, φορολογίες εισοδημάτων και περιουσίας. Παρένθεση: Όλα αυτά τα μαθηματικά μυαλά αντί να εργάζονται στους παραγωγικούς τομείς και ειδικότερα στον οικοδομικό κλάδο (πολιτικοί μηχανικοί), στα σχολεία (μαθηματικοί) και τα εργοστάσια (μηχανολόγοι - ηλεκτρολόγοι μηχανικοί) χρησιμοποιούνται από το σύστημα στη χρηματοοικονομική σφαίρα, για τη λειτουργία και αναπαραγωγή του. Κλείνει η παρένθεση. Ενώ όμως οι επενδυτές του φαντασιώνονταν περίπλοκες καταστάσεις, ο Μάντοφ έπαιζε, όπως και πριν χρόνια πλήθος συμπατριωτών μας, το σύστημα «αεροπλανάκι», ή όπως το βελτίωσαν ακόμη και οι γείτονές μας Αλβανοί το σύστημα «πυραμίδα». Ο μηχανισμός ενός συστήματος «πυραμίδα» είναι σχετικά απλός. Ειδικότερα προσφέρεται σε ενδιαφερόμενους η δυνατότητα να επενδύσουν σε μια επιχειρηματική δραστηριότητα, που φαίνεται πραγματική ή και λογική και η οποία υποτίθεται ότι εκμεταλλεύεται διάφορα χρηματοοικονομικά «παραθυράκια», δικαιολογώντας έτσι τα ασυνήθιστα γρήγορα και υψηλά κέρδη που προσφέρει. Στην πραγματικότητα σ’ ένα σχήμα «πυραμίδα» δεν υπάρχει ούτε πραγματική εταιρία, αλλά ούτε και πραγματικές επενδύσεις. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά μόνο το ρευστό που μπαίνει και βγαίνει απ’ αυτό. Οι αρχικοί επενδυτές πληρώνονται από το αρχικό κεφάλαιο που απαιτεί το στήσιμο της κομπίνας και παίρνουν ολόκληρο το υποσχόμενο ποσό της μεγάλης απόδοσης, για λόγους διαφήμισης του προϊόντος στους γνωστούς τους. Από εκείνο το σημείο μέχρι να καταρρεύσει η κομπίνα, οι επενδυτές πληρώνονται με τα κεφάλαια που εισπράττονται από επόμενους επενδυτές. Συνήθως σημαντικός αριθμός επενδυτών επανατοποθετεί στο ίδιο προϊόν τα υποτιθέμενα κέρδη του. Στα χαρτιά – αλλά μόνο στα χαρτιά – γίνονται πλούσιοι. Η κομπίνα μπορεί να λειτουργεί όσο μπαίνουν στο παιχνίδι νέοι επενδυτές, τα χρήματα των οποίων χρησιμοποιούνται για να πληρώνονται οι παλιότεροι.

Όταν στο τέλος του 2008 ο Μάντοφ παραδόθηκε στις αρχές, το ποσό της απάτης του εκτιμήθηκε σε εξήντα πέντε (65) δισεκατομμύρια δολάρια, χωρίς να περιλαμβάνεται το ποσό που έχασαν οι ευρωπαίοι επενδυτές του, που όπως είναι ευνόητο δεν το δήλωσαν για να αποφύγουν τις κυρώσεις για φορολογικές και άλλες παραβάσεις τους.      

Μπέρνι Μάντοφ ένας μεγαλοπρεπής νάρκισσος 

Ο Μπέρνι Μάντοφ, άτομο εβραϊκής καταγωγής, υπήρξε βασιλιάς του χρηματιστηριακού κλάδου, σεβάσμιος συνιδρυτής και πρώην πρόεδρος του NASDAQ, ιδιοκτήτης μιας από τις πλέον επιτυχημένες χρηματιστηριακές εταιρίες της Γουόλ Στριτ και διαπρεπής φιλάνθρωπος της Νέας Υόρκης. Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης έρευνάς του απασχόλησε έντονα τον ελεγκτή – συγγραφέα το ενδεχόμενο ο άνθρωπος αυτός να ήταν από εκείνους που κανείς δεν μπορεί ν’ αγγίξει, γιατί απλούστατα ήταν υπερβολικά ισχυρός για να νικηθεί. Όχι μόνο επειδή ήταν δισεκατομμυριούχος και γνώριζε τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στη βιομηχανία του χρήματος ή επειδή είχε τη δυνατότητα να δημιουργεί και να καταστρέφει καριέρες, αλλά επειδή ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της χρηματαγοράς. Αν ήταν απατεώνας, θα έθετε υπό αμφισβήτηση το σύστημα αξιών όλων των ανθρώπων της αγοράς. Ο Μπέρνι Μάντοφ ήταν η επιτομή του ανθρώπου του συστήματος, ενώ ο συγγραφέας – ελεγκτής ήταν αυτός που απειλούσε το σύστημα, ο «εκτός συστήματος». Πέρα και πάνω όμως από τα επιμέρους χαρακτηριστικά του, αυτό που καθορίζει την προσωπικότητα του Μάντοφ είναι ο έντονος ναρκισσισμός του. Ο Μάντοφ είναι ένας μεγαλοπρεπής νάρκισσος, ένας εξουσιομανής νάρκισσος, σαν αυτούς που βρίσκονται σε όλα τα κέντρα εξουσίας του συστήματος, ένας παθολογικός νάρκισσος (NPD), σαν αυτούς που είναι απαραίτητοι στον καπιταλισμό – καζίνο για να λειτουργήσει και να αναπαραχθεί. Ο Μάντοφ ήταν θηρευτής εξουσίας, όχι τόσο πολιτικής – κρατικής ή πλούτου, αλλά εξουσίας πάνω στα βαθύτερα ένστικτα των πελατών του, εξουσίας επιβολής της θέλησής του πάνω στις δικές τους (τους έπειθε να του εμπιστευθούν το πολυτιμότερο γι’ αυτούς πράγμα, το χρήμα τους, άρα τους ήλεγχε, τους εξουσίαζε). Αυτός ο ναρκισσισμός του ήταν ταυτόχρονα η αρρώστια του και η δύναμή του. Η ναρκισσιστική αίσθηση μεγαλείου τον ωθούσε έξω από την πραγματικότητα, πέρα από το νόμο, γιατί πίστευε ότι νόμιμο, δίκαιο και ηθικό ήταν αυτό που όριζε ο ίδιος. Μπορούσε να πείθει για τις ικανότητές του και το πρεστίζ της εταιρίας του, γιατί δεν ζούσε στον πραγματικό κόσμο της αγοράς με τους κανόνες και τα μεγέθη της, αλλά στο δικό του φαντασιακό κόσμο του μεγαλείου. Και ήταν αυτό το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του που τράβηξε κοντά του τόσο πολλούς ανθρώπους, από τους φτωχούς εβραίους των συναγωγών μέχρι τα μέλη των βασιλικών οικογενειών της Ευρώπης. Κατά την απολογία του στο Δικαστήριο, που τον καταδίκασε σε εκατόν πενήντα χρόνια κάθειρξη, ο Μάντοφ δήλωσε: «Δεν μπορώ να προσφέρω καμιά δικαιολογία για τη συμπεριφορά μου... όσο σκληρά και αν προσπάθησα, τόσο πιο βαθιά έπεφτα στην τρύπα, που ο ίδιος έσκαψα... Δεν μπορούσα να παραδεχτώ, ότι για μια φορά στη ζωή μου είχα αποτύχει...». Ένας μεγαλοπρεπής νάρκισσος δεν ξέρει να χάνει, γιατί η ήττα βρίσκεται έξω από τον κόσμο του…

Η νίκη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ ως πισωγύρισμα


Στο τέλος Οκτωβρίου (2014) διενεργήθηκαν στις ΗΠΑ οι ενδιάμεσες εκλογές για την ανανέωση μέρους των αντιπροσώπων των δύο νομοθετικών σωμάτων (Βουλής και Γερουσίας). Τελικά ποιο ήταν το κύριο διακύβευμα σ’ αυτές τις εκλογές, ποιος κέρδισε και ποιος έχασε; Κατά τη γνώμη μου η νίκη των Ρεπουμπλικάνων, που πανηγυρίστηκε δεόντως από τη Γουόλ Στριτ με άνοδο του Χρηματιστηρίου, μπορεί να διαβαστεί, κυρίως στο συμβολικό πεδίο, ως πισωγύρισμα στον αδυσώπητο ανταγωνισμό και τον παθολογικό ναρκισσισμό, στο μότο «ο πρώτος είναι τα πάντα και ο δεύτερος σκ…», που είχαν κάπως μετριαστεί – κυρίως στο συμβολικό πεδίο και πάλι - μετά την εκλογή Ομπάμα. Η νίκη αυτή μπορεί ταυτόχρονα να εκληφθεί ως ήττα της ανοχής και της ανεκτικότητας προς τον αδύνατο συνάνθρωπο. Με την άνοδο του Ομπάμα στην εξουσία οι αδύνατοι, οι μη ανταγωνιστικοί, οι εκτός συστήματος, λόγω κάποιων κοινωνικών παρεμβάσεων, όπως το πρόγραμμα υγείας (medicare), ένιωσαν, σε κάποιο μικρό βαθμό και στα όρια ανοχής του συστήματος, περισσότερο άνθρωποι. Αυτό όμως η λευκή πλειοψηφία δεν το άντεξε. Έτσι λοιπόν συσπειρώθηκε κατά τις πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές και πέτυχε την ανατροπή και το πισωγύρισμα. Το πισωγύρισμα σε μια σκληρή κοινωνία που στον εντός του συστήματος που τα καταφέρνει, του δίνεται η δυνατότητα να περνάει καλά, μέχρι να γίνει και πάμπλουτος, ενώ όποιος δεν τα καταφέρνει τίθεται αυτόματα εκτός συστήματος και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να καταλήξει στη φυλακή. Οι ΗΠΑ είναι η χώρα με τους περισσότερους φυλακισμένους αναλογικά με τον πληθυσμό. Τι θα γίνει όμως με τους αδύνατους, με αυτούς που δεν μπορούν να τα καταφέρουν στον σκληρό και αδυσώπητο ανταγωνισμό, που επιβάλλει το σύστημα ως βασική αρχή της λειτουργίας του και αναπαραγωγής του; Θα τους στείλει όλους στη φυλακή; Και πόσες φυλακές πρέπει να χτίσει ακόμα; Σημειωτέον ότι στη Φινλανδία, όταν κάποιο από τα μέλη μιας οικογένειας είναι σχιζοφρενής, αυτή επιδοτείται από το κράτος με τρεις χιλιάδες ευρώ. Στις ΗΠΑ αφήνεται στη μοίρα της. Αλλά και οι εντός συστήματος, οι πετυχημένοι ζουν στη δική τους «φυλακή», τους τοίχους της οποίας κτίζει η ναρκισσιστική νευρωτική υπερδραστηριότητα στον χώρο εργασίας, που αναιρεί την κοινωνική λειτουργία των ατόμων και τα εμποδίζει να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στις απαιτήσεις της ζωής. Εκεί ακριβώς βρίσκεται το αμερικανικό αδιέξοδο. Ο δισεκατομμυριούχος χρηματιστής, μεγαλοεπενδυτής και ενίοτε κερδοσκόπος (ασαφείς διακρίσεις) Τζόρτζ Σόρος σε άρθρο του στη σουηδική εφημερίδα «Dagens Nyheter» που αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΚΕΡΔΟΣ» της 18.3.1998 υποστηρίζει: «Προσωπικά έχω κάνει μία ολόκληρη περιουσία μέσα στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, αλλά ακόμη εξακολουθώ να φοβάμαι ότι η άνευ ορίων επικράτηση ενός καπιταλιστικού συστήματος «laisser faire» και η συνεχής διάχυση των αξιών της αγοράς στη ζωή μας, απειλεί το μέλλον των δημοκρατικών κοινωνιών. Ο κύριος εχθρός μιας ανοιχτής κοινωνίας δεν είναι πλέον η κομμουνιστική απειλή, αλλά η καπιταλιστική. Είναι λάθος να καθιστούμε βασική αρχή μιας πολιτισμένης κοινωνίας την επιβίωση των ικανοτέρων». Εκεί ακριβώς βρίσκεται το αμερικανικό αδιέξοδο. Πιο συγκεκριμένα η δυναμική του συστήματος στηρίζεται στη δημιουργία και εκμετάλλευση ικανών, ανταγωνιστικών, παθολογικών νάρκισσων, όπως ο Μπέρνι Μάντοφ. Ταυτόχρονα όμως η δυναμική αυτή υποσκάπτεται από τη μάζα των αδύνατων και μη ανταγωνιστικών, που το σύστημα τους απορρίπτει στις φυλακές και στα συσσίτια της εκκλησίας. 

Όσο για μας που ψάχνουμε το μοντέλο ανάπτυξης και τη μορφή της οικονομίας και κοινωνίας που θα δημιουργήσουμε στη μεταμνημονιακή Ελλάδα, είναι ευνόητο ότι για να υπερβούμε τη «χύμα» κατάσταση της χώρας μας και την επικρατούσα μεθοδική θεσμική εξάλειψη της αξιοκρατίας, πρέπει να υιοθετήσουμε κάποιες …αμερικανικές μεθόδους και πρακτικές αξιολόγησης για την επιλογή των ικανών και αρίστων σε όλα τα επίπεδα. Επειδή όμως «μέτρον άριστον» πρέπει να αποφύγουμε να φθάσουμε στο άλλο άκρο, δηλαδή στην άκριτη υιοθέτηση ενός οικονομικού-κοινωνικου προτύπου απάνθρωπου ανταγωνισμού και παθολογικού ναρκισσισμού, όπου ο ισχυρός τα παίρνει όλα και ο αδύναμος καταλήγει στη φυλακή. Δεν μπορούμε να έχουμε ως πρότυπο μια οικονομία και μια κοινωνία που δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για να φυτρώνουν κάθε λογής Μάντοφ, αδίστακτοι θηρευτές εξουσίας και πλούτου, αλλά και οι πελάτες τους, που «τσιμπάνε», γιατί η «ψυχή» τους είναι ίδια… Από μια τέτοια κοινωνία που μοιάζει πολύ και με τη δική μας, πρέπει να γλυτώσουμε…

Δημήτριος Γ. Σουλιώτης
12 Νοεμβρίου 2014 

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Το πολισμικό μας προφίλ...

Η κλειστή πόρτα
του Δημήτρη Σεβαστάκη*

Χτύπησε την πόρτα. Το άβαφο κόντρα πλακέ είχε μεγάλους λεκέδες - πιθανόν από χυμένο φραπέ. Σιωπή. Άναβε το κτήριο από τη φρικτή αθηναϊκή ζέστη του Ιουνίου. Κατέβηκε στον τρίτο όροφο. Στον δεύτερο. Κανείς. 11 το πρωί, έπρεπε κάποιος να βρίσκεται στα γραφεία. Τίποτα. Έφυγε κουρασμένος με την αίτηση στο χέρι. Γραφεία διεύθυνσης επαγγελματικής εκπαίδευσης. Κάτι τέτοιο. Είχε ήδη υποβάλει βιογραφικά και αιτήσεις πρόσληψης σε όλα τα ιδιωτικά σχολεία, τις δημόσιες και ιδιωτικές σχολές, στα ΙΕΚ, Τεχνικά λύκεια κ.λπ. Πάντα υπήρχε ένας ξάδελφος ή κουμπάρος γραμματέως ή γιος διδάσκοντος ή φίλος του κόμματος και προσλαμβάνονταν στη θέση του. «Αφήστε μια αίτηση και το βιογραφικό σας και θα σας ειδοποιήσουμε». Ποτέ και κανείς δεν του είχε τηλεφωνήσει. Ποιος λέει ότι αυτό το εργασιακό μοντέλο είναι προϊόν της κρίσης; Από τη δεκαετία του '90 που περιγράφω το (αυτοβιογραφικό ) περιστατικό, το ίδιο συμβαίνει - με μεγαλύτερη ένταση σήμερα. Θα μπορούσα, όμως, να τιτλοφορήσω το θέμα «Η κλειστή πόρτα». Όλα κλειστά, κατάκλειστα, αν πήγαινες απ' τον κανονικό δρόμο. Έπρεπε να πας από κάποιον. «Πήγαινε βρες τον Κώστα και πες του ότι έρχεσαι από μένα. Θα του τηλεφωνήσω κι εγώ».

Ένα κλειστό σύστημα ορίζει τι θα κάνεις στη ζωή σου, αν θα βρεις δουλειά, με τι χρήματα, με ποια κανονικότητα. Δεν είναι απλώς θέμα καπιταλισμού, είδους καπιταλισμού, αναπτυξιακής οδού κ.λπ. Η αναπαραγωγή της ευνοιοκρατίας, οι αμοιβαίες δουλείες, οι αλληλοεξυπηρετήσεις και αλληλεξαρτήσεις. Πάντα «τα δικά μας παιδιά», τα οποία επιλέγουν τα «δικά τους παιδιά» και πάει λέγοντας. Ακόμα κι η Αριστερά, τηρουμένων των αναλογιών, επηρεάστηκε (και βόλεψε). Πώς απάντησε η χώρα στην κρίση, ακολουθώντας αυτό τον δρόμο, τον δρόμο του «κολλητού»; Πώς αναπτύχθηκε; Πώς ενσωμάτωσε το κανονιστικό πλαίσιο της Ε.Ε.; Πώς διαπραγματεύτηκε την Κοινή Αγροτική Πολιτική; Τι συνδικαλιστικό κίνημα διαμόρφωσε; Τι είδους συνεταιρισμούς; Πόσο φιλολαϊκή και δημοκρατική είναι η δημόσια διοίκηση; Ποιο είναι το πολιτικό πρωτόκολλο που κυριαρχεί στον πολιτικό λόγο; Φαντασία, ποιότητα ή κοινότοπες ηλιθιότητες;

Ξέρουμε τις απαντήσεις. Δεν λέω ότι για όλα φταίνε τα πολιτικά γιουσουφάκια, αλλά επιμένω στη θεματολογία γιατί αν μια χώρα ιεραρχεί τις ίδιες τις συμβολικές και κυριολεκτικές επενδύσεις της, δηλαδή τα εκπαιδευμένα παιδιά, τα ταλέντα, τα αστέρια της με τον τρόπο της οικογενειακής, φιλικής, τοπικής, πολιτικής εύνοιας, τότε η χώρα δεν διαθέτει στοιχειώδεις ιεραρχικούς μηχανισμούς. Δεν μπορεί να καταλάβει τη διαφορά καλού - κακού, αποδοτικού - ξεπερασμένου, λειτουργικού - ανασχετικού, τίμιου - ανέντιμου.

Η χώρα δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανή σκέψης, πολιτικής δικαιοπραξίας, παραγωγής. Θα λειτουργεί σαν σαράβαλο, ασανπλαζ από σκραπ. Έτσι όπως συνέβη τόσες και τόσες δεκαετίες και εξακολουθεί να συμβαίνει. Γκρίνιες. Απελπισίες; Μπα.
Αυτό το αισχρό και επίμονο φαινόμενο, εφόσον αποτελεί πρόβλημα -και είναι πρόβλημα, όλοι το καταλαβαίνουν-, τότε η ίδια η κοινωνία μας οδηγείται σ' έναν αρχαϊσμό: Αυτό που έχει να λύσει μια κυβέρνηση της Αριστεράς είναι εξόχως Μη αριστερό και πρωτίστως Μη υψηλό. Είναι ένα κληροδότημα που περιέχει καί τον κληροδότη και τον κληρονόμο. Είναι ένα σπίτι-φάντασμα που υποδουλώνει, είναι το αραχνιασμένο και ισχυρότατο απότοκο του πολυετούς συστήματος, που θα δημιουργήσει τις τεράστιες αδράνειες, τα μπλοκαρίσματα, τα φρένα. Διαθέτει η Αριστερά τη διορατική ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης; Ναι. Έχει αποφασίσει να συγκρουστεί με τις αντιδραστικές δομές οπισθοφυλακής, που μάλιστα ξεπερνάνε (και μασάνε) τους κυβερνητικούς, τους σαμαράδες και τους βενιζέλους; Αυτό τον πηχτό χυλό των στενών κομματόσκυλων των δικτύων από «κολλητούς»; Έχω την εντύπωση ότι μόλις ένα κείμενο, ένα άρθρο, μια ομιλία, πλησιάζει ή αγγίζει το σημείο G του συστήματος, κάνει πίσω ή φεύγει στην αοριστία.

Είναι όμως πολύ απλό στον εντοπισμό. Κάποιος που βλέπει ένα ταλέντο και το πετάει έξω από ανασφάλεια, είναι αντίπαλος. Κάποιος που λειτουργεί με κολλητούς, είναι αντίπαλος. Αυτός που δεν αγγίζει τις στρούγκες τις τρυπωμένες στα σπλάχνα της διοικητικής πραγματικότητας, είναι αντίπαλος. Αυτός που δεν αποκλείει (γιατί είναι ξάδερφος) το λαμόγιο που πουλάει φούμαρα στο Δημόσιο, είναι αντίπαλος. Όχι εχθρός. Αντίπαλος. Πιο αόρατος από τον Σαμαρά. Πιο άηχος απ' τον Άδωνη. Πιο αναίσθητος απ' όλους μαζί. Γιατί τα λέω αυτά; Λείπουν τα ταλέντα από τη νέα πραγματικότητα; Δεν αξιοποιούνται τα αστέρια; Ακριβώς αυτό. Περιθωριοποιούνται. Και όχι μόνον.

Το υπόδειγμα που επιβιώνει είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Το γεγονός ότι αυτό διδάσκεται και παραδειγματίζει. Το γεγονός ότι ένας νέος πρέπει να αναζητήσει «έναν τάδε για να πάει στον δείνα», το ότι πρέπει να μεταμφιεστεί (ή, φευ, να γλύψει), να προαπωλέσει την αξιοπρέπειά του, γιατί νιώθει ότι πρέπει να περάσει διαρκείς εξετάσεις συμμόρφωσης. Και μόνο αυτό καταστρέφει κάθε προοδευτικό εγχείρημα. Η καμαρίλα έχει κατοίκους και αναπαραγωγούς. Και η οριακή στιγμή της χώρας και του λαού απαιτεί καθαρό αέρα κι όχι παραγοντίσκους και αυλικούς.

ΥΓ 1. Άλλωστε η ιστορία το 'χει δείξει. Ο δούλος είναι ο πρώτος που θα στραφεί εναντίον. Αν πρόκειται δε και για εγωπαθή δούλο (ναι, αυτόν που δεν μπορεί να εννοήσει τον εαυτό του αποκλίνοντα και επιλέγει τη δουλεία ως όχημα ένταξης), τότε είναι βέβαιον ότι εγωπάθεια, ανασφάλεια και δουλεία θα είναι το φαρμάκι.
ΥΓ 2. Γκρινιάζω ελπίζοντας.

Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Maurice Maeterlinck, «Εσωτερικό» - Θεατρική Κριτική

του ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΑΤΣΟΥΛΗ*

Maurice Maeterlinck, «Εσωτερικό»
Σκηνοθεσία: Σοφία Μαραθάκη
Ομάδα ΑΤΟΝΑΛ Θέατρο του Νέου Κόσμου - Πάνω Σκηνή


Ο Βέλγος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Maurice Maeterlinck γράφει ένα σύντομο, γεμάτο ένταση κείμενο με εμφανή αφηγηματικότητα καθώς τα σκηνικά παρόντα πρόσωπα διηγούνται τα όσα εκτός σκηνικής οπτικής συμβαίνουν - αυτά που διαδραματίζονται στο «Εσωτερικό» (1894) ενός σπιτιού όπου ζει την καθημερινότητά της μια συνηθισμένη οικογένεια: η μητέρα, ο πατέρας, η κόρη.

Ολος ο λόγος διαδραματίζεται έξω από το σπίτι, μεταξύ δύο ανδρών οι οποίοι προτίθενται να μεταφέρουν ένα δυσάρεστο μήνυμα στην οικογένεια, τον πνιγμό της άλλης κόρης, χωρίς ωστόσο να τολμούν να εισέλθουν, αναβάλλοντας διαρκώς την είδηση. Αντίθετα, παρακολουθούν τα τρία μέλη στην ανυποψίαστη συνήθη ευεξία τους μέσα από τα παράθυρα, κρυμμένοι στο σκοτάδι, αφηγούμενοι διαλογικά τις κινήσεις τους και διαλογιζόμενοι για τη δυστυχία που αυτά αγνοούν. Δύο Αγγελοι τραγικών γεγονότων που δεν εισβάλλουν στον χώρο των προσώπων αλλά μένουν στις «εισόδους» τέμνοντας με απλό λόγο την ανθρώπινη συνθήκη και την εύθραυστη ευτυχία πριν την καταστροφή.

Το μη αναστρέψιμο

Πίσω από τους δύο Αγγέλους της συμφοράς, ένα ολόκληρο χωριό κατευθύνεται προς το σπίτι μεταφέροντας το πτώμα της κόρης, ως αρχαίος χορός, αθέατος επίσης, του οποίου ίσως μόνον ο αχός να φτάνει ως τη σκηνή από κάποια στιγμή κι έπειτα, όταν επίκειται πλέον η αποκάλυψη. Πώς όμως εκφέρεται από τους δύο άντρες το μη αναστρέψιμο; Πώς κοινοποιείται η συμφορά; Ποιος τολμά να παρέμβει στη φυσική συνέχεια της ζωής των ανθρώπων ανατρέποντάς την διά παντός ως άγγελος κακών ειδήσεων; Ο Χάουαρντ Μπάρκερ με το έργο του «Το ύστατο σήμερα» που είχε ανεβάσει ο Λευτέρης Βογιατζής έχει με τον δικό του σύγχρονο τρόπο δώσει τη δική του περίτεχνη εκδοχή. Ο Maeterlinck υιοθετεί την πλήρη λιτότητα προικίζοντας με το δίλημμα δύο απλούς ανθρώπους. Δίπλα τους θα προστεθεί μια γυναίκα, η Μαρία, ενημερώνοντάς τους ότι ο χρόνος λήγει, η νεκρή φθάνει έχοντας δίπλα την δική της αδελφή Μάρθα. Η αναφορά στα δύο συγκεκριμένα ονόματα των αδελφών (Μάρθα και Μαρία), καθώς όλοι οι άλλοι παραμένουν δίχως όνομα, παραπέμπει εμφανώς σε χριστιανικά ταφικά και θρηνητικά δρώμενα, προσδίδοντας νέες προεκτάσεις στο κείμενο.

Η διπλή εικόνα

Η Σοφία Μαραθάκη επενέβη στα αιτούμενα του κειμένου και δημιούργησε διπλή σκηνική εικόνα, αναπαριστώντας επί σκηνής και το εσωτερικό του σπιτιού με τα πρόσωπα εν δράσει. Ανατρέποντας όμως κάθε ρεαλιστική απόδοση, κίνησε τα βουβά πρόσωπα σε αργούς, επαναληπτικούς ρυθμούς, προσδίδοντας έτσι το εύθραυστο αν όχι ψευδές της ευτυχίας τους. Φωτεινή Παπαχριστοπούλου (Μητέρα), Κωνσταντίνος Παπαθεοδώρου (Πατέρας) και Εύα Νικηφόρου (Κόρη) απέδωσαν με πλαστικότητα μαριονέτας της επίπλαστη ευτυχία τους, ντυμένοι με τα κοστούμια εποχής της Ιωάννας Τσάμη και κινούμενοι στο ειδυλλιακό σκηνικό (με δείκτες σκηνικών αντικειμένων) της Εύας Μαραθάκη, πίσω από τα αιωρούμενα τρία «παράθυρα» που διαχώριζαν το μέσα από το έξω, σε συνεργασία με τον θερμό φωτισμό του Σάκη Μπιρμπίλη.

Στο εκτός σπιτιού και κύριο χώρο λεκτικής δράσης, ημιφωτισμένο και με κάποια κυβοειδή ενδεικτικά σκηνικά αντικείμενα, κινήθηκε το εξαιρετικό δίδυμο των δύο αντρών (Νέστωρ Κοψιδάς, Σωτήρης Τσακομίδης) που ανέπτυξαν με τον πλέον πειστικό τρόπο την εγγενή αναποφασιστικότητα ως προς την αναγγελία της είδησης συνεπικουρούμενοι αργότερα από τη Μαρία της απέριττης Αλεξάνδρας Ντεληθέου.

Φυσικά, η Μαραθάκη, αναπαριστώντας το περιγραφόμενο λεκτικά εσωτερικό (στην καίρια μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη) δεν τήρησε απόλυτα τις συμβάσεις αφού τα πρόσωπα σπανίως δρούσαν σε αρμονία με τα λεγόμενα καθώς διέφευγαν προς οικείες αλλά αυθαίρετες δράσεις με αντι-ρεαλιστική επαναληπτικότητα.

Το τέλος, μακριά από τον όποιο μελοδραματισμό, σκηνοθετείται με πλήρη αποστασιοποίηση καθιστώντας την παράσταση ακόμη πιο ενδιαφέρουσα.

Θεωρώ ότι η σκηνοθέτις πέτυχε πλήρως το στοίχημα δίνοντας μέσα από τη λιτότητα των σκηνικών και υποκριτικών μέσων την ουσία του τραγικού, αναδεικνύοντας τον χαρακτήρα του συλλογικού στην ατομική δυστυχία.

 *Καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών

Πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ  ΤΟΥ "ΒΗΜΑΤΟΣ"
Αν αγοράσετε την εφημερίδα ΒΗΜΑ της 17 & 18 Νοεμβρίου
θα πάρετε μαζί κουπόνι της θεατρικής παράστασης:
2 άτομα στην τιμή των 12 Ευρώ 

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Όταν η Γερμανία μας παρακαλούσε για πολεμικές αποζημιώσεις

Του συν. Μάκη Μπαλαούρα

Μέρες που είναι, τιμώντας την 74η επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940, στις εφημερίδες, στα κανάλια, κυρίως όμως στις παρέες γίνεται ξανά επίκαιρη η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα από τη δίωση,την πέραν των πολεμικών επιχειρήσεων-εκδικητική καταστροφή δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, ιδίως όμως την πρωτοφανή βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Ναζί προς τους κατοίκους αυτής της χώρας με τις μαζικές και εκδικητικές δολοφονίες και την αρπαγή των αρχαιολογικών θησαυρών και έργων τέχνης. Επιπροσθέτως το (αναγκαστικό) Κατοχικό Δάνειο.
Οι πολίτες διερωτώνται γιατί οι μέχρι τώρα ελληνικές κυβερνήσεις δε τόλμησαν να διεκδικήσουν τις γερμανικές οφειλές ούτε από οικονομική πλευρά ούτε, πολύ περισσότερο, για τακτοποίηση του ηθικού μας αισθήματος-αιτήματος.



Διαδήλωση στην Αθήνα εναντίον των δυνάμεων κατοχής στις 25 Μαρτίου 1942. Φωτ. Κ. Μεγαλοκονόμου 

Οι πιο καλόπιστοι αναρωτιόνται, μήπως οι ελληνικές κυβερνήσεις σιωπούσαν είτε για να μπούμε στην ΕΟΚ είτε στην Ευρωζώνη είτε για να μη θυμώσει η Γερμανία και να μας αφήσει να χρεοκοπήσουμε. Κατά τη γνώμη μου ελάχιστα τα ζύγιασαν αυτά, που έτσι κι αλλιώς δε στέκουν ούτε καν σαν άσκηση διπλωματικής εργασίας πρωτοετούς φοιτητή.
Η παρακάτω ιστορία είναι άκρως ενδεικτική ενός συνδρόμου που απαντιέται, δυστυχώς, πολλές φορές στην ιστορική διαδρομή των κατοίκων της χώρας. Το σύνδρομο της εθελοδουλείας!
Πάνω από δύο δεκαετίες πριν ιδρύθηκε με πρωτοβουλία Γλέζου, Ρούπα, Ζαμάνου, Ανταίου, Παπαγιαννάκη, Κακολύρη, Κουλουφάκου, Μαγκάκη, Μαχαίρα, Σταμούλη και άλλων, το «Εθνικό Συμβούλιο για τη Διεκδίκηση των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα». Ακόμα μάχονται στα πολιτικά και κοινωνικά χαρακώματα, 70 χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, έχοντας απέναντί τους όχι τους ναζί, ούτε τόσο τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις της Γερμανίας, αλλά τις μέχρι τώρα ελληνικές κυβερνήσεις, που με αναίσχυντη υποκρισία φτάνουν στις περισσότερες περιπτώσεις στην εθελοδουλεία. Όχι μόνο δεν διεκδικούν έστω τα πιο εύκολα, από νομική άποψη, όπως τους λεηλατημένους θησαυρούς ή το κατοχικό δάνειο, που είναι άμεσα διεκδικήσιμο, όπως μας είχε επιβεβαιώσει ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Λ. Παπαδήμος. Ακόμα και πρόσφατα προσπαθούν (βλέπε παραπομπή Βενιζέλου στις ελληνικές καλένδες του πορίσματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους), με κινήσεις τακτικής, να αποφύγουν τη διεκδίκηση, για να μην ενοχληθεί η γερμανική κυβέρνηση.
Βαριές και προσβλητικές λέξεις, θα πει κανείς. Κι όμως, τα όποια προσδιοριστικά επίθετα, εκτός ίσως του εθελόδουλου, δεν αποδίδουν την πραγματικότητα.

Το σύνδρομο του ραγιά

Στη δεκαετία του '90, αμερικανικά δικαστήρια, στα οποία είχαν προσφύγει Αμερικανοεβραίοι θύματα των ναζί, εξέδιδαν σειρά καταδικαστικών αποφάσεων εναντίον της Γερμανίας. Έτσι η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανάγκασε τη Γερμανία, απειλώντας με εμπάργκο τις γερμανικές επιχειρήσεις - συνεργάτες των ναζί, να δημιουργήσει το 2000 το ίδρυμα "Μνήμη, Ευθύνη, Μέλλον". Στόχος η αποζημίωση των σκλάβων εργασίας και των θυμάτων ιατρικών πειραμάτων. Το κεφάλαιο των 5,2 δισεκατομμυρίων ευρώ προήλθε εξ ημισείας από το γερμανικό κράτος και από επιχειρήσεις που χρησιμοποιούσαν σκλάβους εργάτες (Krupp, BMW, Volkswagen, Bayer, Siemens κ.λπ.). Το ίδρυμα ανέθεσε τη διαδικασία, δηλαδή την αξιολόγηση των αιτήσεων, στον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (ΙΟΜ) στη Γενεύη.
Ως μέλος και τότε του συντονιστικού του Εθνικού Συμβουλίου, είχα την τιμή να το εκπροσωπήσω στις συνόδους της ΙΟΜ. Εκεί συμμετείχαν εκπρόσωποι απ' όλη την κατεχόμενη Ευρώπη, είτε κρατικοί φορείς, είτε επιτροπές σαν τη δική μας, καθώς και Ρομά και Εβραίοι των ΗΠΑ, εκπροσωπούμενοι από δικηγόρους.
Βρισκόμουν σαν το ψάρι έξω από το νερό. Όλοι οι υπόλοιποι εκπρόσωποι είχαν επίσημα στοιχεία για τους ανθρώπους - σκλάβους και η διαδικασία γι' αυτούς προχωρούσε ομαλά. Εγώ, απόλυτη ένδεια. Τα μόνα ντοκουμέντα ήταν "Η Μαύρη Βίβλος της Κατοχής", έκδοση του Εθνικού Συμβουλίου, μια εξαιρετική δουλειά στα ελληνικά και γερμανικά. Κέρδισα τη συμπάθεια των άλλων, αλλά από "τηγανίτα" τίποτα. Το πρόβλημα άρχισε επειδή η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα όπου δεν έγινε πολιτική επιστράτευση από τους ναζί, λόγω της μεγάλης διαδήλωσης και σύγκρουσης που οργάνωσε το ΕΑΜ στις 5 Μαρτίου 1943. Εργάτες και υπάλληλοι εισέβαλαν στο υπουργείο Εργασίας και στο Δημαρχείο καίγοντας τους καταλόγους, με συνέπεια η κατοχική κυβέρνηση Λογοθετόπουλου, με εντολή των Γερμανών, να ακυρώσει το πρόγραμμα μαζικής μεταφοράς εργατών στη Γερμανία για τις ανάγκες της βιομηχανίας της.

Ο φόβος των γερμανών


Η θέση του Εθνικού Συμβουλίου ήταν ότι και στην Ελλάδα είχαν χρησιμοποιηθεί όμηροι εργάτες για οδοποιία και οχυρωματικά έργα στα 109 γερμανικά στρατόπεδα σ' όλη τη χώρα.
Ξαφνικά, σε μια από τις συνεδριάσεις, ο επικεφαλής της επιτροπής μού ζήτησε να τον ακολουθήσω σε ιδιαίτερο γραφείο, όπου μου σύστησε έναν ανώτατο υπάλληλο του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών καθώς και του Ιδρύματος "Μνήμη, Ευθύνη, Μέλλον". Χωρίς πολλές περιστροφές, με έκδηλη ανησυχία, μου είπαν ότι πρέπει να βρεθεί λύση. Κατηγόρησαν την ελληνική κυβέρνηση, γιατί ούτε καν απάντησε σε δύο επιστολές -που μου έδειξαν- του γερμανικού ΥΠΕΞ προς το αντίστοιχο ελληνικό, καθώς και προς την Ελληνική Βουλή, που ζητούσε μια επίσημη πιστοποίηση των ναζιστικών στρατοπέδων, πέραν των δύο (Χαϊδαρίου και Βαρώνου Χηρστ, δηλαδή Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη), που οι ίδιοι αναγνώριζαν.
Η πρεμούρα των Γερμανών αξιωματούχων με οδήγησε στην εκτίμηση ότι οι ίδιοι είχαν μεγαλύτερο πρόβλημα, γιατί θα εμφανιζόταν ότι η Γερμανία αρνείται να αποζημιώσει μια χώρα όπου είχε αναπτυχθεί ένα από τα μεγαλύτερα αντιστασιακά κινήματα της Ευρώπης. Έτσι, αρνήθηκα την αντιπρότασή τους για χορήγηση υποτροφιών. Με τα πολλά αποδέχτηκαν την πρότασή μας να βρεθεί μη ελληνικής καταγωγής καθηγητής Ιστορίας, κοινά αποδεκτός, ο οποίος θα πιστοποιούσε τα στρατόπεδα. Η προσπάθεια μας τελικά ευοδώθηκε με τη συμβολή του εξαίρετου ιστορικού Χάγκεν Φλάισερ...
Είναι προφανές τι δηλοί αυτή η ιστορία (που έχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα του Εθνικού Συμβουλίου «Μνήμη και Χρέος» και στην «Αυγή»): οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν διανοούνται να διεκδικήσουν αποζημιώσεις για τα εγκλήματα και τις καταστροφές, ούτε το κατοχικό δάνειο που νομικά είναι άμεσα απαιτητό. Επιπλέον, τους τρομοκρατούσε η ιδέα να δείξουν ότι διεκδικούν οτιδήποτε, ακόμα κι αν η (πιεζόμενη) Γερμανία το επιθυμεί, ακόμα και αν όλα τα άλλα κράτη της κατεχόμενης Ευρώπης ανταποκρίθηκαν. Τόσο πολύς φόβος, φόβος ραγιά, τέτοιος που δεν έπαιρναν την ευθύνη να απαντήσουν καν στις προσκλήσεις της γερμανικής κυβέρνησης, φοβούμενοι μήπως οι Γερμανοί τους βγάλουν από τη λίστα του «υπάκουου κρατούμενου»!
Ο Μ. Γλέζος, και από τη θέση του ευρωβουλευτή, ήδη πήρε σημαντικές πρωτοβουλίες. Με τη συμπόρευση των παλαιών και νέων συντρόφων του, έχουν ακόμα πολύ δουλειά να κάνουν για να σπάσουν τα σύνδρομα της εθελοδουλείας όλων, σχεδόν, των μεταπολεμικών κυβερνήσεων καθώς και να γίνει ενημέρωση του ευρωκοινοβουλίου και για να ληφθούν οι θετικές για τη χώρα αποφάσεις.
Αργά ή γρήγορα θα σπάσουμε το σύνδρομο της εθελοδουλείας και θα δικαιωθούμε.

Μπαλαούρας Μάκης
Δημοσιεύτηκε στην εφ. «ΠΑΤΡΙΣ» Πύργου 2/11/2014