ΚΙΝΗΤΙΚΟ

Όπου κι αν βρίσκεσαι, σκάβε βαθιά. Κάτω είναι η πηγή. Άσε τους σκοταδιστές να φωνάζουν πως «κάτω είναι η κόλαση»...Ο κόσμος μπορεί να είναι όσο θέλει σκοτεινός, όμως αρκεί να παρεμβάλουμε ένα κομμάτι ελληνικής ζωής, για να φωτιστεί αμέσως άπλετα. (Φρίντριχ Νίτσε). Οι απόψεις που παρατίθενται με τη μορφή άρθρων, ανακοινώσεων ή σκέψεων εκφράζουν καθαρά τον εκάστοτε γράφοντα και όχι αναγκαστικά τις απόψεις της κίνησης.

Επιστροφή: ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΥΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΑΣ!

Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: Αποχαιρετισμός...


Ένα πεζο ποίημα του «Γκάμπο» όπως φώναζαν τον διάσημο συγγραφέα, θεωρείται το στερνό του αντίο προς φίλους και αγαπημένους αφού το έγραψε όταν έμαθε ότι χρειάζεται να δώσει την έσχατη των μαχών.
Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του:

Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ. Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι' αυτό που αξίζουν, αλλά γι' αυτό που σημαίνουν. Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόνταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!

Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου. Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ' ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ' αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους...

Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή... Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.

Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους... Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ' αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.

Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ' αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα, θα σ' αγκάλιαζα και θα σού 'δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ' έβλεπα, θα έλεγα "σ' αγαπώ" και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη. Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ΄θελα να σου πω πόσο σ' αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.

Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν' το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις "συγνώμη", "συγχώρεσέ με", "σε παρακαλώ", "ευχαριστώ" κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ' τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα.

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Ουκρανία: 3000 χρόνια ελληνικής παρουσίας

Το φλέγον ζήτημα που έχει ανακύψει τις τελευταίες εβδομάδες στην εμφυλιακή Ουκρανία ανέδειξε τις τελευταίες μέρες και ένα άλλο πολύ σημαντικό θέμα…

Την παρουσία του ελληνικού στοιχείου στη χώρα από την αρχαιότητα έως τους 150.000 Ελλήνων που ζουν σήμερα στην Ουκρανία.
-Μια υπόθεση τουλάχιστον 2.700 ετών…
Η παρουσία, ωστόσο, των Ελλήνων στην Ουκρανία και ιδιαιτέρως στην Χερσόνησο της Κριμαίας, έχει μακρότατη ιστορία, η οποία χρονολογείται ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., οπότε και άρχισε η ελληνική εποίκιση στα παράλια της Μαύρης θάλασσας και στην χερσόνησο.
Tα ερείπια των αρχαίων ελληνικών πόλεων Σεβαστούπολη, Παντικαπαίου (Κιμμέριος Βόσπορος), Xερσονήσου,Φαναγόρειας, Θεοδόσιας κ.ά. μαρτυρούν την παλιά δόξα των Eλλήνων.
800px-an_ancient_greek_colony_chersonesos_2005-08-071_1
Χερσόνησος ονομάζεται σήμερα και επρόκειτο για μία από τις πόλεις που ίδρυσαν οι αρχαίοι Έλληνες σ΄αυτή την περιοχή με τις τεράστιες γεωργικές εκτάσεις, προκειμένου να εξασφαλίσουν σιτηρά για την επιβίωση των δικών τους πόλεων-κρατών. Συγκεκριμένα η πόλη ιδρύθηκε τον 6ο π. Χ. αιώνα αλλά σύμφωνα με τους αρχαιολόγους στις αρχές του 3ου αιώνα π. Χ., μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού σκοτώθηκε από ξένους εισβολείς.
Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν την Κριμαία Ταυρίδα(αργότερα Ταυρική), σύμφωνα με το όνομα των κατοίκων της, των Ταύρων. Ο ιστορικός Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Ηρακλής όργωσε αυτή τη γη χρησιμοποιώντας ένα γιγάντιο ταύρο.
Κατά τα τέλη του 5ο αιώνα αρχαίοι Έλληνες αποικιστές άρχισαν να εγκαθίστανται κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας. Ανάμεσά τους υπήρχαν Δωριείς από την Ηράκλεια Ποντική η οποίοι και Ίωνες από τη Μίλητο που προσορμίστηκαν στη Θεοδοσία και το Παντικάπαιον.
-Από το Χρυσόμαλλο δέρας…
xrysomaloderas-600_218462_55W309
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως εκεί βρισκόταν η μυθική Κολχίδα από όπου ο Ιάσονας πήρε το χρυσόμαλλο δέρας, δηλαδή το δέρμα (την προβιά) που απέμεινε από το κριάρι που έστειλε η Νεφέλη για να σώσει το γιο της Φρίξο από τη θυσία που ήθελε να κάνει ο πατέρας του. Αυτό δείχνει την παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή να είναι πολύ παλαιότερη χρονικώς από την συμβατική χρονολογία του 2700 π.χ.
Σύμφωνα με τον μύθο λοιπόν, ο βασιλιάς Αθάμας έχοντας πάρει τον χρησμό από το μαντείο των Δελφών ότι ήταν ευθύνη του γιου του το γεγονός πως δε φύτρωσε το σιτάρι εκείνη τη χρονιά, αποφάσισε να τον θυσιάσει. Έτσι η μητέρα του Νεφέλη η οποία είχε πεθάνει, έστειλε από τον ουρανό ένα κριάρι με χρυσό δέρμα να τον αρπάξει από την επικείμενη θυσία. Το κριάρι λοιπόν άρπαξε τον Φρίξο και την Έλλη και τους πήγε στην Κολχίδα. Εκεί ο Φρίξος θυσίασε το κριάρι στο Δία και χάρισε το δέρμα του στο βασιλιά της Κολχίδας, Αιήτη που τον φιλοξενούσε. Εκείνος το κρέμασε σε μια βελανιδιά στο δάσος του θεού Άρη και έβαλε έναν ακοίμητο δράκο να το φυλάσσει.
-Στην Φιλική Εταιρεία
Η Φιλική Εταιρεία ήταν η σημαντικότερη από τις μυστικές οργανώσεις που σχηματίστηκαν για την προετοιμασία επανάστασης για την απελευθέρωση των Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό (τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Ουκρανίας και σημαντικό λιμάνι στον Εύξεινο Πόντο) και σύμφωνα από τους παλαιότερους ιστορικούς, από τον Εμμανουήλ Ξάνθο, το Νικόλαο Σκουφά, Αθανάσιο Τσακάλωφ. Τέταρτο μέλος της, μυήθηκε ο Αντώνιος Κομιζόπουλος από τη Φιλιππούπολη.
Επίσης από τα πρώτα μέλη που μυήθηκαν ήταν και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος (και μάλιστα κατά ορισμένες πηγές συνιδρυτής, πριν τον Ξάνθο που μυήθηκε αργότερα).
Οι Φιλικοί αφού μυούνταν στην Εταιρεία έδιναν όρκο πίστης και επικοινωνούσαν με κώδικες, ψευδώνυμα και συνθηματικές λέξεις.
filiki1
Το σπίτι της οδού Κράσνη (πάροδος Ν. 18) στην Οδησσό, όπου ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία.

simferopoli
-Οι Έλληνες της Κριμαίας από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα
Οι Έλληνες της Κριμαίας διαιρούνται σε δύο ομάδες: Είναι οι λεγόμενοι Ελληνόφωνοι-Ρωμαίοι και οι Τουρκόφωνοι-Ουρούμ. Είναι Έλληνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που προέρχονταν από την περιοχή του Πόντου που μετανάστευσαν και αποίκισαν την Κριμαία. Και οι δύο ομάδες μετανάστευαν στην περιοχή για πολλούς αιώνες (απ” τον 4ο αιώνα π.Χ. μέχρι και 17ο αιώνα μ.Χ.) από την Ανατολία, κυρίως από τον Πόντο. Οι τελευταίοι εντάθηκαν στην κοινωνική και πολιτισμική ζωή του τόπου, με αποτέλεσμα να υιοθετήσουν την γλώσσα των Τατάρων της Κριμαίας ως μητρική γλώσσα.
Το 1777, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία, η Μεγάλη Αικατερίνη διέταξε την εγκατάσταση όλων των Ελλήνων από τη χερσόνησο στη Βόρεια Αζοφική, έτσι έγιναν γνωστοί ως Έλληνες της Αζοφικής (приазовские греки / priazovskie Greki).
Μερικοί γλωσσολόγοι πιστεύουν ότι η διάλεκτος που ομιλείται από τους Έλληνες της Αζοφικής διαφέρει από την κοινή γλώσσα των Κριμαίων και ως εκ τούτου αποτελεί μια ξεχωριστή ομάδα γλώσσας αυτής. Οι Ουρούμ είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
pantikapeo_krimaias1
Από τον 18ο έως τις αρχές του 20ου αιώνα, στον Καύκασο μετανάστευαν μαζικά οι Έλληνες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυρίως από την περιοχή του Πόντου. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828-29, με την προέλαση του ρωσικού στρατού προς το Ερζερούμ και την Αργυρούπολη και τον ενθουσιασμό που προκάλεσε στους τοπικούς ελληνικούς πληθυσμούς αλλά και τη συμφωνία ειρήνης με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης που ακολούθησε με την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από την περιοχή, ανάγκασε ένα μεγάλο αριθμό Ελλήνων (περίπου 42.000) να ακολουθήσει τον ρωσικό στρατό, για το φόβο αντιποίνων.
Η ρωσική κυβέρνηση και ειδικότερα ο τσάρος Νικόλαος Α΄ με απόφασή του, μετά από εισήγηση του στρατηγού Ιβάν Πασκέβιτς, τους εγκατέστησε στην περιοχή της Τσάλκας, όπου ίδρυσαν 27 αμιγή ελληνικά χωριά. Επί της Σοβιετικής Ένωσης αποτελούσαν αναγνωρισμένη ελληνική μειονότητα της Γεωργίας. Ίδρυσαν επίσης τρία χωριά στην περιοχή Γκομαρέτη.
Μέχρι το 13ο αιώνα που ήρθαν οι Τάταροι το Ελληνικό κράτος στη Χερσόνησο της Κριμαίας άκμαζε, μα και μετά η ελληνική παρουσία παρέμενε ισχυρή, κράτησε κάποια εδάφη στην Kριμαία, ενώ Βενετοί και Γενοβέζοι δημιουργούν λιμενικές εγκαταστάσεις. μέχρι να τα πάρουν οι Οθωμανοί το 1485.
Ως το 1778, μέρος του ελληνικού πληθυσμού έμεινε σε εδάφη που του παραχώρησε η αυτοκράτειρα της Pωσίας Aικατερίνη.
Στη Σοβιετική ένωση του Στάλιν με διάταγμα το 1937 οι Ελληνικοί σύλλογοι χαρακτηρίστηκαν κατασκοπευτικοί, ακολούθησε, μια εθνοκάθαρση και πραγματική τραγωδία για το μικρό ελληνικό λαό της Αζοφικής. Κλείστηκαν τα ελληνικά σχολεία, το θέατρο, η εφημερίδα, καταργήθηκε το λαογραφικό συγκρότημα. Καταστράφηκαν ακόμα και όλα τα έγγραφα που θύμιζαν την ύπαρξή τους. Με ψευδείς κατηγορίες, εκτελέστηκαν όλοι οι Έλληνες διανοούμενοι, καθώς και χιλιάδες εργάτες και αγρότες ελληνικής καταγωγής. Δεν υπήρχε ελληνική οικογένεια που να μην είχε χάσει ένα μέλος της από τις καταπιέσεις αυτές. Παραμένουν άγνωστα μέχρι σήμερα οι τόποι εκτέλεσης και ταφής των θυμάτων του Στάλιν.
Με την άνοδο στην εξουσία του Νικήτα Χρουστσώφ, οι Έλληνες της Ουκρανίας, όπως και της υπόλοιπης πρώην Σοβιετικής Ένωσης, απέκτησαν σχετική πολιτική ελευθερία. Στη δεκαετία του ’70 είχε συσταθεί μια λογοτεχνική ομάδα των Ελλήνων ποιητών που συναντιούνταν κάθε καλοκαίρι στο εξοχικό «Αζοφικό αγλάρ» («Το χελιδόνι της Αζοφικής») του ποιητή Δημήτρη Δεμερντζή.
cf80ceb5cf81ceafcf80cf84ceb5cf81cebf-67-ceb5cebbcebbceb7cebdceb9cebacf8c-cf87cf89cf81ceb9cf8c-cf83cf84ceb1cf81ceb1cebccf80ceadcf83ceb5
Σύμφωνα με τον ιστότοπο einai-adynaton.blogspot.gr, στις 25 Ιανουαρίου 1989 στη Μαριούπολη, ιδρύθηκε ο πρώτος ελληνικός σύλλογος, με πρωταρχικό σκοπό την αναγέννηση της ελληνικής διαλέκτου της Μαριούπολης και η εκμάθηση της νέας ελληνικής γλώσσας. Την 25η Μαρτίου του ίδιου χρόνου γιορτάστηκε για πρώτη φορά η εθνική μας εορτή και ακούστηκε και ο εθνικός ύμνος. Στη γιορτή αυτή είχαν έρθει Έλληνες από τα γύρω χωριά, χόρευαν στη διάρκεια της συναυλίας τους ελληνικούς τοπικούς χορούς. Μετά από τη συναυλία, οι άνθρωποι αγκαλιάζονταν και έκλαιγαν: για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες, από τη σκηνή ακουγόταν η μητρική τους γλώσσα.
Από το 1992 έως το 2000 στον τοπικό δημοτικό ραδιοφωνικό σταθμό, δυο φορές το μήνα μεταδίδονταν η εκπομπή «Καλησπέρα». Από το 1992 έως 1995 στο Ντονέτσκ εκδίδονταν η εφημερίδα «Λόγος», ενώ από το 1994 άρχισε να κυκλοφορεί η εφημερίδα «Χρόνος» του ελληνικού συλλόγου της Μαριούπολης και το 1996 άνοιξε Ελληνικό προξενείο.

Πηγή: iefimerida

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ

Ὅλα εὐωδίαζον ἄνοιξιν καὶ ἁπλότητα καὶ χαράν. Ὁ Γιάννης ἔμβαινεν εἰς τὸ παρεκκλήσι γελῶν, τὸν ὡδηγοῦσεν ἡ μάννα του, χήρα ἔχουσα αὐτὸν ὡς μοναχογυιόν, νὰ «χαιρετίσῃ», δηλ. νὰ ἀσπασθῇ τὴν εἰκόνα στὸ προσκυνητάρι, τὴν ἠσπάζετο γελῶν, εἶτα ἐπήγαινε στ᾿ ἀριστερὰ τοῦ χοροῦ, κ᾿ ἔστεκε δίπλα εἰς τὸ ἄκρον ἀνατολικὸν στασίδι, δύο βήματα ἀπὸ τὴν βορείαν πύλην, ὅπου αἱ γυναῖκες ἔφερον τυλιγμένας μὲ προσόψια τὰς προσφοράς, καὶ ἔγραφαν τὰ ὀνόματα... 

του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ὅπως τὸ διηγοῦνται, ὅσοι τὸ ἔφθασαν, ἐν ἠλικίᾳ ὄντες εἰς Ἀθήνας τῷ 1870, ὁ νεκρὸς τοῦ ἑνὸς τῶν ληστῶν τοῦ Δηλεσίου, κομισθέντων εἰς Ἀθήνας κατὰ Μάιον, εἶχε τὸ πρόσωπον παραδόξως φαιδρὸν καὶ γελαστόν. Τὴν ὥραν ποὺ τοὺς ἐτουφεκοβολοῦσαν τ᾿ ἀποσπάσματα, ἐλλοχεῦον ὄπισθεν πυκνῶν θάμνων καὶ βράχων τὸ παλληκάρι ἐκεῖνο τῆς Ρούμελης, ἴσως διότι τὸ ταμπούρι του τοῦ ἐφαίνετο πολὺ ἀσφαλές, τίς οἶδε τί εἶχε σκεφθῆ, ἢ τί σοβαρὸν εἶδεν, ἢ τί ἀστεῖον ἤκουσε παρά τινος γείτονος συντρόφου του, κ᾿ ἐγέλασεν, ὅπως οἱ ἄνθρωποι γελοῦν. Συγχρόνως, ἐν ἀκαρεῖ, τοῦ ἦλθε τὸ βόλι. Τὸν ηὗρε καίριον εἰς τὸν λαιμόν, καὶ τὸν ἀφῆκεν εἰς τὸν τόπον.
Μετὰ δύο ἡμέρας οἱ σκοτωμένοι, πέντε ἢ ἓξ τὸν ἀριθμόν, ἐκομίζοντο εἰς Ἀθήνας. Εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ νέου ἐκείνου ὅλοι οἱ φρικώδεις περίεργοι εἶδον ἐντυπωμένον, πιστωμένον τὸν γέλωτα. Οὔτ᾿ ἐπρόφθασεν, ὁ εὐτυχὴς ἄνθρωπος, νὰ αἰσθανθῇ τὴν πικρίαν τοῦ βέλους, ἀλλ᾿ ὁ θάνατος τοῦ ἦλθε μυστηριώδης, γλυκύς, πρὸ τῆς ἀλγηδόνος.
*
* *
Ὁ Γιάννης τοῦ Λέκα, νέος εἰκοσαετής, ἐφαίνετο ὅτι ἔχαιρε μεγάλην χαρὰν σφόδρα, ὅταν τοῦ ἔλεγαν ὅτι θὰ ἤρχετο ἐκεῖνον τὸν χρόνον, διὰ νὰ τὸν πάρῃ στρατιώτην, τὸ περιοδεῦον Στρατιωτικὸν Συμβούλιον. Ἤρχιζεν ἀμέσως νὰ κάμνῃ βήματα, προφέρων: ἓν γυό, ἓν γυό, κ᾿ ἦτον ὅλος γέλια καὶ χαρά. Πλήν, ὅταν ἦλθε πράγματι ἡ Στρατολογικὴ Ἐπιτροπή, πρὸς μεγάλην χαρὰν τοῦ Δημάρχου, καὶ κατέλυσαν ἄλλοι εἰς τὴν Δημαρχίαν, ἄλλοι στὸ οἱονεὶ ξενοδοχεῖον, κι ἄλλοι στὰ σπίτια μερικῶν, ὁ Γιάννης, χωρὶς νὰ παύσῃ τὰ γέλια, ἡ ἐνδόμυχος εὐθυμία καὶ τὸ θάρρος τοῦ ἔφυγαν, κ᾿ ἠρνήθη ἀποτόμως νὰ παρουσιασθῇ ἐνώπιον τῆς Ἐπιτροπῆς. Ἐστήλωνε τὰ πόδια του, ἀντεστήλωνε τὸ κορμί του, ἔκλαιε, κ᾿ ἐφώναζε: «δὲν πάω, δὲν πάω». Ὅταν δὲ ὁ ὑπίατρος ὡδηγήθη στὸ σπιτάκι τῆς Λέκαινας, κ᾿ ἐδοκίμασε νὰ ἰδῇ καὶ νὰ ἐξετάσῃ τὸν κληροῦχον, ὁ Γιάννης ἔπεσεν εἰς μίαν γωνίαν, ἐμαζώχθη, ἐκουβαριάσθη, ἐσταύρωσε σφιχτὰ τὰ χέρια του, ἔσφιγξε τὸν ἀφαλόν του, ἔκαμψε τοὺς πόδας του μὲ τὰ γόνατα ἕως τὸν ἀφαλόν, καὶ ἠρνήθη νὰ ὑποστῇ τὴν ἐξέτασιν τοῦ ἰατροῦ. Τέλος ἡ Ἐπιτροπὴ ἀπεφάσισε νὰ τὸν κηρύξῃ «βλᾶκα», καὶ τὸν ἀπήλλαξε πάσης περαιτέρω ἐνοχλήσεως.
Ἀλλ᾿ ὅμως ὁ Γιάννης δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ καμμίαν ἀγρυπνίαν εἰς τὰ ἐξωκκλήσια, ὅταν ἐπηγαίναμεν στὰ πανηγύρια, ἀρχόμενος ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἔαρος ἕως τὸ βασίλεμα τοῦ θέρους, κ᾿ ἕως τὴν στρῶσιν τοῦ φθινοπώρου, καὶ πρὶν εἰσβάλῃ ὁ χειμών. Πρῶτον εἰς τὴν Παναγίαν τῆς Ἀγαλλιανοῦς, ὅπου ἡ ψυχή μας ἐμοσχοβολοῦσεν ἴα καὶ ναρκίσσους καὶ λευκὰ ἄνθη τῆς ἀγραμπελιᾶς. Εἶτα εἰς τὴν Παναγίαν τὴν 〈Ντομάν〉, ὅπου ἔτρεχε μὲ μόρμυρον καὶ ρόχθον τὸ ρεῦμα τῆς Ζωοδόχου, κάτω εἰς τοὺς μυστηριώδεις καταρράκτας μὲ τὰ κρεμάμενα πολυτρίχια καὶ τοὺς ἀνέρποντας κισσοὺς ἀνὰ τοὺς ὑγροὺς βράχους εἰς τὰ κυρτὰ ὑλομανοῦντα δένδρα. Καὶ στὸν Ἁι-Γεώργην, ὅπου αἱ τόσαι νύμφαι τοῦ χωρίου ἐλιτάνευον στολισμέναι μὲ τὰ πεποικιλμένα μανίκια, τὰς μεταξωτὰς ποδιὰς καὶ τὰ χρυσᾶ ποδογύρια* των, ἐρχόμεναι ἄλλαι μὲ τὶς βάρκες καὶ ἄλλαι διὰ ξηρᾶς. Καὶ εἰς τὰ Πέντ᾿ Ἀδέλφια, ὅπου τὰ ἀγκαλιασμένα γηραιὰ δένδρα καλύπτουν τὴν βρύσιν καὶ στεγάζουν τὸν πενιχρὸν ναὸν μὲ τὸ θεσπέσιον ἄλσος των. Κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Γιάννην τὸν Μυρωδίτην, ὅπου τὰ τελευταῖα ἀηδόνια ἐκαλοῦσαν εἰς διαδοχὴν τὰ κοσσύφια ἀνὰ τὸ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ἀπὸ τὸ ὕψος τῶν . . . . . . . . . . . ἕως τὸν γιαλὸν . . . . . . . ., καὶ τὸ κελαρύζον νερὸν τοῦ βαθέος, ἀνερχομένου Δασκαλιοῦ ἀνέβλυζεν ἀπὸ τὴν ρίζαν τῆς γηραιᾶς δρυός, ὅπου μὲ τὰ κυμβαλίζοντα πέταλα τῶν φυλλομανούντων κλώνων της διηγεῖτο τὰς ἀναμνήσεις τῶν αἰώνων. Πόσαι οἰκογενειακαὶ θαλίαι εἶχον τελεσθῆ τὸ πάλαι ὑπὸ τοὺς βαθυφύλλους κλάδους της, πόσα ἄκακα ἐρωτικὰ ζεύγη εἶχον εὕρει ποτὲ καταφύγιον εἰς τὴν σκιάν της. Καὶ εἶτα εἰς τὸν Ἅγ. Ἠλίαν καὶ εἰς τὸν Ἅγ. Παντελεήμονα, κ᾿ εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, κ᾿ εἰς τὴν Παναγίαν τοῦ Καρδάση, κ᾿ εἰς τὴν ἄλλην Παναγίαν τοῦ Ἀραδιᾶ, κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Γιάννην τοῦ Κάστρου, κ᾿ εἰς τὸν ἄλλον Ἁι-Γιάννην τοῦ Μετοχιοῦ, κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Δημήτρην, κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Ἀσώματον τ᾿ Ἀγγελῆ, καὶ τέλος εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κ᾿νιστριώτισσαν, ὅπου πᾶσα σεμνότης καὶ πᾶσα χάρις ἐν γαλήνῃ συνηνοῦντο, καὶ πᾶν γόνυ ἔκλινεν ἐνώπιον τῆς θείας ·ἐν γαλήνῃ‚ Πολιούχου: «Διανέμοις τῶν χαρισμάτων τὴν σὴν γαλήνην, Θεοτόκε, τῇ ψυχῇ μου».
*
* *
Ὅλα εὐωδίαζον ἄνοιξιν καὶ ἁπλότητα καὶ χαράν. Ὁ Γιάννης ἔμβαινεν εἰς τὸ παρεκκλήσι γελῶν, τὸν ὡδηγοῦσεν ἡ μάννα του, χήρα ἔχουσα αὐτὸν ὡς μοναχογυιόν, νὰ «χαιρετίσῃ», δηλ. νὰ ἀσπασθῇ τὴν εἰκόνα στὸ προσκυνητάρι, τὴν ἠσπάζετο γελῶν, εἶτα ἐπήγαινε στ᾿ ἀριστερὰ τοῦ χοροῦ, κ᾿ ἔστεκε δίπλα εἰς τὸ ἄκρον ἀνατολικὸν στασίδι, δύο βήματα ἀπὸ τὴν βορείαν πύλην, ὅπου αἱ γυναῖκες ἔφερον τυλιγμένας μὲ προσόψια τὰς προσφοράς, καὶ ἔγραφαν τὰ ὀνόματα, δηλ. τὰ ἔγραφεν ὁ παπὰς καθ᾿ ὑπαγόρευσιν ἱστάμενος εἰς τὸ χάσμα τῆς θύρας, μὲ τὸ μολυβδοκόνδυλον, κρατῶν φύλλα διπλωμένα χάρτου ἐπὶ τοῦ βιβλίου τῶν Ἀποστόλων ἢ τοῦ Ψαλτηρίου: «Γεωργό, Γεωργὸ καὶ τοὺ πλὶ (δηλ. τὸ πλοῖον) μετὰ τῶν συμπλεόντων αὐτῷ, Νικολάκη, πάλι Νικολάκη (ὁ παπὰς ἔγραφε, Ν.Ν.), Κυρατσούλα, Σειραΐνα, ἄλλη Σειραϊνώ (Κυρ. Σειρ.), Κωνσταντή, Κωνσταντὴ (Κ.Κ.), συμβίας, τέκνων, γονέων καὶ ἀδελφῶν αὐτῶν».
Ἐκεῖ ἔστεκεν ὁ Γιάννης, καὶ ἤκουε γελῶν τὰ ὑπαγορεύματα τῶν γυναικῶν, τὰς ἀπηχήσεις καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς τοῦ παπᾶ. Τέλος, ὅταν ἤρχιζεν ἡ ψαλμῳδία, ὁ Γιάννης ἐξηκολούθει νὰ γελᾷ πρὸς τὰς ἀντιφωνίας τῶν διαφόρων νεαρῶν ψαλτῶν καὶ τὰς ὀξυφωνίας τοῦ παπᾶ. Συνήθως ἀντεῖχεν ὄρθιος ἐπὶ ὥρας, εἶτα ἐκάθητο εἰς τὸ σκαλοπάτι τοῦ βήματος κάτωθεν τῆς τελευταίας ἀριστερὰ εἰκόνος (ἥτις ἦτο συνήθως τοῦ Ἁγίου τοῦ ναοῦ). Ἡ μάννα του, ἐπειδὴ τὸν εἶχε μονογενῆ, συχνὰ ἔταζε καὶ παρεκάλει τοὺς Ἁγίους «νὰ τὸν κάμουν καλά». Πλὴν φαίνεται ὅτι αὐτὸς ἦτο ἀρκετὰ καλά, σχεδὸν καλύτερα ἀπὸ πλείστους ἄλλους, καὶ οἱ Ἅγιοι δὲν ἔκρινον ὅτι ἐσύμφερε νὰ τοῦ δώσουν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἡ μάννα του ὠνόμαζε «τὴν ὑγειά του», δηλ. τὴν ἐλευθερίαν νὰ κακουργῇ ἐν γνώσει.
*
* *
Ἡ ψαλμῳδία ἐξηκολούθει δι᾿ ὅλης τῆς νυκτός. Πενῆντα ἢ ἑκατὸν ἄνδρες καὶ παιδιά ―συνήθως εἶχον παραφάγει καὶ παραπίει― ἐκοιμῶντο ἔξω, ἀνάμεσα στοὺς σχοίνους, καὶ ὀκτὼ ἢ δώδεκα γυναῖκες, καὶ τρεῖς γέροι, εἰς τὰ στασίδια ἢ στὰς πλάκας τοῦ ναοῦ ἐκοιμῶντο καθήμενοι. Ἐνίοτε ἠκούετο τὸ ρογχάλισμα τοῦ ἱερέως μέσα ἀπ᾿ τὸ Ἁι-Βῆμα. Ὁ ψάλτης ὑπενύσταζε καὶ ἔκαμνε «μετάνοιες» ὄρθιος στὸ στασίδι, κι ὁ γερο-Δημητρός, ὁ πρῴην νεωκόρος κ᾿ ἐπίτροπος ἐπὶ τῶν ἐξωκκλησίων, χωρὶς ὁ νοῦς του ν᾿ ἀποσπᾶται ἀπ᾿ τὸ παγκάρι καὶ τὰ κηρία, ἔπαιρνε «δυὸ τροπάρια*» καθιστὸς στὸ στασίδι. Ὁ Γιάννης ἄγρυπνος δὲν ἔπαυε νὰ γελᾷ.
*
* *
Κάτω εἰς τὴν πολίχνην, ὅπου ὁ Γιάννης ἦτο εὐθυμία καὶ χαρὰ τῶν σπιτιῶν, ὁ ἴδιος ἐγέλα θορυβωδέστερον ὅταν συνήντα ἕνα ἀπὸ τοὺς περιπλανωμένους τοῦ χωριοῦ, σχεδὸν ὁμοιοπαθῆ του, ἢ τὸν Ζαχαρίαν τὸν Κοῦκκον, ἢ τὸν Τάσον τὸν Νικολήν, ἢ τὸ Ματὼ ἀπ᾿ τὸν Ἀπάνω Μαχαλάν. Τότε ἄνοιγε πράγματι ἡ καρδιά του. Ἐγέλα ἀκρατήτως, καὶ δὲν ἠμποροῦσε «νὰ μαζώξῃ τὸ στόμα του». Ἦτο ὡς νὰ ἔλεγε: «Χαίρομαι, ἀδελφέ μου, ποὺ σὲ βλέπω τέτοιον· οἱ ἄλλοι ποὺ μᾶς γελοῦν εἶναι πολὺ χειρότεροι».
Κ᾿ εἰς τὰ ξωκκλήσια, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἀγρυπνίας, συνήθως ἤρχετο μετὰ τὰ μεσάνυχτα πάντοτε, ἢ ὁ γερο-Δημήτρης ὁ Ἠπειρώτης ὁ νυχτοβάτης, ἢ ὁ πάτερ Ἰωακείμ, ὁ ἄστεγος μοναχός, συνήθως ξυπόλυτος καὶ ξεσκούφωτος. Ὅταν τὸν ἔβλεπεν ὁ Γιάννης, τότε ᾐσθάνετο ἄκραν εὐθυμίαν, κ᾿ ἐνετρύφα εἰς τὴν θέαν του. Ὁ Ἰωακεὶμ ἵστατο εἰς τὴν ἄλλην γωνίαν τοῦ Τέμπλου, δεξιά, καὶ συνήθως τοῦ ἔδιδον οἱ ψάλται νὰ διαβάσῃ τὸ Ψαλτήρι. Ὁ Γιάννης δὲν ἐχόρταινε νὰ τὸν κοιτάζῃ, κ᾿ ἐγέλα, ἐγέλα μὲ ἡδονὴν ἄρρητον.
*
* *
Καὶ ὅταν δὲν ἦτο πανηγύρι ὁ Γιάννης μὲ τὸ γαϊδουράκι ἔτρεχε συνήθως εἰς τὴν ἐξοχήν. Εἶχεν ἡ μάννα του μικροὺς ἐλαιῶνας καὶ χωραφάκια, κι ὁ πτωχὸς νέος φαίνεται ὅτι κάτι ἔκαμνεν εἰς γεωργικὰς ἀγγαρείας καὶ βοηθητικὰ ἔργα, μὲ ὅλην τὴν ἀδυναμίαν του. Ἀλλὰ καὶ τότε, ὅταν ἐπέρνα ἀπὸ ἐξωκκλήσι, ἐπέζευεν, ἔδενεν εἰς τὴν ρίζαν θύμου τὸ γαϊδούρι καὶ εἰσήρχετο εἰς τὸν ναΐσκον. Ἐκεῖ ἔβγαζεν ἀτάκτους φωνάς, θέλων νὰ μιμηθῇ τοὺς ψάλτας, καὶ κάποτε ἔβαλλε χεῖρα εἰς εἰκονίσματα καὶ τὰ κατεβίβαζε κάτω διὰ νὰ τὰ ξεσκονίσῃ, ὅπως ἐφρόνει· ἄλλοτε ἔβγαζε τὰ θυρόφυλλα τῆς Ἁγίας Πύλης, κ᾿ ἤρχιζε νὰ τὰ πελεκᾷ μὲ τὸ μικρὸν κλαδευτήρι ποὺ εἶχε. Πότε τὰ ἐπανέφερεν εἰς τὴν θέσιν των, καὶ πότε τ᾿ ἄφηνε κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, ὅπου ἔτυχε.
*
* *
Ἡ Μαλαμὼ τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ, συμβία τοῦ Γιώργη τοῦ Πολύζου, ἦτο ἀπαράμιλλος εἰς τὴν θρησκευτικὴν εὐλάβειαν. Ἄλλη δὲν ἦτον ὡς αὐτὴ νὰ τρέχῃ διαρκῶς σ᾿ ὅλα τὰ ξωκκλήσια, νὰ τ᾿ ἀσβεστώνῃ, νὰ τὰ καλλωπίζῃ, ν᾿ ἀνάφτῃ τὰ κανδήλια, πότε μὲ λάδι δικό της, πότε ἐκ μέρους ἄλλων γυναικῶν εὐπορωτέρων της.
Εἶχε μετακομίσει στὶς πλάτες της πέντε ἢ ἓξ παλιοσάνιδα, τὰ ὁποῖα τῆς ἔδωκαν, διὰ νὰ ἐπισκευάσῃ τὴν στέγην τοῦ ναοῦ τοῦ Χριστοῦ στὸ Κάστρον. Ἡ Μαλαμώ, χάριν εὐκολίας, τὰ ἀπέθεσε προσωρινῶς ἔξωθεν τοῦ Κάστρου, πρὸ φοβεροῦ χάσματος τῆς παλαιᾶς γεφύρας, κ᾿ εἰς τὴν κάτω βαθμίδα τῆς ἰλιγγιώδους, μεγαλοβάθρου, κυκλοτεροῦς καὶ πλατείας σκάλας. Ἦτο μεσοβδόμαδα. Ἡ Μαλαμὼ ἔλεγε μέσα της: «Χριστιανὸς δὲν θὰ βρεθῇ νὰ τὰ κλέψῃ». Καὶ ὅμως εὑρέθη. Ὑψηλὰ ἀπὸ τὸ μικρὸν σαθρὸν καλύβι, ὅπου ἦτο ἓν παλιοχώραφον ἀνάμεσα εἰς τὰ ὀρμάνια, ὅπου ἔβοσκε πέντε ἢ ἓξ ψωραλέας αἶγας ὁ Νικολὸς ὁ Μπασιόλης, μακρόθεν ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἐτηλεσκόπει τὴν Μαλαμώ, ὥστε εἶχε κάμει στὰ μάτια* νὰ τὴν κοιτάζῃ, κ᾿ ἐμορμύριζε μεγαλοφώνως μέσ᾿ στὰ δόντια του: «Ποῦ τὰ πάει αὐτή, τρομάρα της, τὰ παλιοσάνιδα;»
Τὴν ὑστεραίαν ἡ Μαλαμὼ εἶχε δουλειὰ στὸ σπίτι της, κάτω στὸ χωρίον, τρεῖς ὥρας δρόμον. Τὴν τρίτην ἡμέραν δὲν εὐκαιροῦσεν ὁ σύζυγός της, ὁποὺ ἦτον ὀλίγον κτίστης, ἀλλὰ καὶ ἀγωγιάτης καὶ γεωργός. Τὴν ἄλλην ἦτο Σάββατον, κ᾿ ἡ Μαλαμὼ ἐκατάφερε τὸν σύζυγόν της νὰ ὑπάγουν, μαζὶ καὶ τὸ μουλάρι, νὰ κουβαλήσῃ αὐτὸς ἄμμον κι ἀσβέστην ἀπὸ μίαν ἀνεμιαίαν ἔπαυλιν, ὄχι πολὺ μακρὰν τοῦ Κάστρου, νὰ εἰσέλθουν φέροντες καὶ τὰ σανίδια τ᾿ ἀποτεθειμένα ἔξω, νὰ φθάσουν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Σωτῆρος, κι αὐτὴ ν᾿ ἀσβεστώσῃ, κ᾿ ἐκεῖνος ν᾿ ἀνεβῇ στὸν τοῖχον, πατῶν ὡς εἰς σκαλωσιὲς εἰς τὰ λιποπετροῦντα τοιχία τὰ πλαγινά, νὰ καρφώσῃ τὰ σανίδια εἰς τὸ ἐλλιπὲς μέρος τῆς στέγης, νὰ τὰ ἐπιχρίσῃ μὲ τὴν κονίαν ποὺ θὰ ἐζύμωνε μὲ τὰ ὑλικὰ ποὺ ἔμελλε νὰ μετακομίσῃ.
Φθάνουν εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ Κάστρου, κάτω εἰς τὸ βαραθρῶδες τοῦ χάσματος, κοιτάζει ἡ Μαλαμώ. Τὰ σανίδια ἔλειπαν. Ἔκαμε πολλοὺς σταυρούς, ἠπόρησεν, ἠγανάκτησε.
― Τὸ λοιπόν, ποῦ τά ᾽χεις βάλει τὰ σανίδια; ἠρώτησεν ὁ Πολύζος.
―Ἐδῶ τὰ εἶχα βαλμένα, στὸ κάτω σκαλοπάτι τ᾿ ἀκούμπησα.
― Ποῦ εἶναί τα, τὸ λοιπόν;
― Ποῦ ᾽ν᾿ τα; Νὰ κοπῇ τὸ χεράκι του ὅποιος τὰ πῆρε.
― Δὲν σοῦ ᾽πα ἐγώ, βλοημένη, νὰ μὴν κάνῃς μισὲς δουλειές; Ἢ νὰ καρτερέσῃς ἔπρεπε ν᾿ ἀδειάσω, νὰ τὰ κουβαλήσω μὲ τὸ μουλάρι, ἤ, ἀφοῦ τά ᾽φερες, νά ᾽κανες ἀκόμα ἕναν κόπον νὰ τὰ πᾷς ὣς μέσα στὴν Ἐκκλησιά.
― Καὶ ποιὸς ξέρει, ἂν δὲν θὰ τὰ βροῦμε μὲς στὴν Ἐκκλησιά, εἶπε τὸ Μαλαμὼ μὲ εὔκολον θάρρος καὶ πρὸς ἰδίαν της παρηγορίαν. Ἔλα, Χριστέ μου, καμμιὰ καλὴ Χριστιανὴ θὰ ἦρθε χτὲς-προχτὲς ν᾿ ἀνάψῃ τὰ κανδήλια, καὶ τὴν ἐφώτισ᾿ ὁ Θεὸς καὶ τὰ κουβάλησε.
―Ἄμποτε!
Ὁ Πολύζος ἐξεφόρτωσε τὰ ὑλικὰ ἀπὸ τὸ ζῷον, ἔδεσε τὸ ζῷόν του, ἀνέβασε μὲ πολὺν κόπον πρῶτον τὸν σάκκον τῆς ἄμμου, εἶτα τὴν κοπάναν* μὲ τὸν ἀσβέστην ἀνὰ τὴν ὑψηλὴν φοβερὰν σκάλαν, ἡ γυνὴ ἀνῆλθε μὲ τὸ καλαθάκι της, ὅπου εἶχε λάδι, κηρία, ὡς καὶ μικρὰν προμήθειαν τροφίμων. Εἶτα ἐφορτώθη αὐτὴ τὸν ἀσβέστην, ὁ ἀνήρ της ἐπῆρε τὴν ἄμμον καὶ τὸ καλαθάκι, ὑπερέβησαν τὴν σιδηρᾶν πύλην, καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸ παλαιὸν ἔρημον χωρίον. Μετὰ δέκα λεπτὰ ἔφθασαν πρὸ τοῦ ναοῦ. Ἐξεφορτώθησαν, ἐκάθισαν νὰ ξαποστάσουν. Τῆς ἐφάνη τῆς Μαλαμῶς ὅτι ἤκουε κάτι ὡς χαλαρὰν καὶ ἄρρυθμον ψαλμῳδίαν ἔσωθεν τοῦ ναοῦ. Δὲν ἐπίστευσε τ᾿ αὐτιά της. Ἐπλησίασεν εἰς τὴν θύραν, τὴν ὤθησεν. Ἡ θύρα ἦτο κλεισμένη ἔνδοθεν. Ἠκούοντο τώρα εὐκρινέστερον αἱ ἄμουσοι ψαλμῳδίαι.
―Ὤχ, Θέ μου, τί νὰ εἶναι; εἶπε τὸ Μαλαμώ. Ἔλα, Πολύζο, νὰ ἰδῇς καὶ ν᾿ ἀκούσῃς. Ἡ πόρτα εἶναι κλειδωμένη ἀπὸ μέσα.
Ἐπλησίασεν ὁ ἄνθρωπος, ἔκρουσεν, ὤθησεν ἰσχυρῶς. Εἰς μάτην. Ἡ θύρα ἦτο πράγματι μανδαλωμένη.
― Τί πειρασμὸς εἶναι αὐτός; ἔκραξε τὸ Μαλαμώ, συνάπτουσα τὰς χεῖρας. Τὰ σανίδια λείπουν ἀπ᾿ ἔξω, ἡ πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς κλειδωμένη, κι οὐρλιάσματα ἄχαρα ἀκούονται μέσα. Τί νά ᾽ν᾿ αὐτό; Μπαίνουν τάχα καὶ στὶς ἐκκλησιὲς πειρασμικὰ* πράγματα;
Ἀπ᾿ ὅλον τὸν ἀκατάληπτον βόμβον τοῦ ἤχου τοῦ ἀκουομένου, ἡ ἀκοή των αἴφνης διέκρινε δὶς ἢ τρὶς τὰς λέξεις: «Χριστὸς Ἀνέστη».
― Χριστὸς Ἀνέστη, ἐπανέλαβεν ἡ Μαλαμώ. Κι ἀκόμα τώρα πέρασε τὸ μεσοσαράκοστο.
Ἦτο τῷ ὄντι Σάββατον τῆς Δ´ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν.
― Μὴν πηαίνῃ ἀλὰ φράγκα αὐτὸς ποὺ εἶναι μέσα; εἶπεν ὁ Πολύζος.
― Στοιχειὸ θὰ εἶναι· ξωρκισμένος ὀξαποδῶ, ἀπήντησεν ἡ Μαλαμώ.
― Κανένας μουρλὸς θὰ εἶναι, εἶπεν ὁ Πολύζος. Ἂς ἰδοῦμε. Μὴν εἶν᾿ ἐκεῖνος ὁ Γιάννης τῆς Λέκαινας;
Ἔκρουσε πάλιν δυνατώτερα τὴν θύραν. Εἶτα ἀνέβλεψεν ἀνὰ τὸν τοῖχον, κ᾿ ἔδειξεν εἰς ὕψος δύο ὀργυιῶν σχεδὸν τὸν μικρὸν φεγγίτην μὲ τὴν χρωματιστὴν ὕαλον, ποὺ ἔφεγγε τὸν ναὸν ἀπὸ τὴν δεξιὰν πλευράν.
― Νὰ μποροῦσα ν᾿ ἀνεβῶ κεῖ ἀπάνω, εἶπεν. Ἔλα, βόηθα, Μαλαμώ, νὰ σωρέψουμε πέτρες πολλές, νὰ τὶς στερεώσουμε, γιὰ ν᾿ ἀνεβῶ ὣς ἐκεῖ.
― Δὲν φωνάζουμε μιά; εἶπε τὸ Μαλαμώ, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρξε φωνὴ καὶ ἀκρόασις.
Ἤρχισαν ν᾿ ἀποκόπτουν λίθους ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῶν παλαιῶν οἰκιῶν ἐδῶθεν κ᾿ ἐκεῖθεν. Ὅταν συνέλεξαν λίθους ἀρκετούς, ἤρχισεν ὁ Πολύζος νὰ τοὺς στοιβάζῃ εἰς σωρόν. Πλὴν τότε παρ᾿ ἐλπίδα ἠκούσθη κρότος μανδάλου ἢ μοχλίου ἀποσυρομένου καὶ ὀξὺς γέλως ἤχησεν εἰς τὸ χάσμα τῆς διανοιγείσης θύρας.
Ἦτο τῷ ὄντι ὁ Γιάννης τοῦ Λέκα. Ὑπεδέχετο μὲ παιδικοὺς καγχασμοὺς τὴν γυναῖκα καὶ τὸν ἄνδρα της.
―Ἄ! Ἐσύ ᾽σαι λοχεμένε*! εἶπεν ἡ Μαλαμώ· γιατί δὲν ἀκοῦς τόσην ὥρα ποὺ σὲ φωνάζουμε;
Ὁ Γιάννης ἀπήντησε διὰ νέου καγχασμοῦ. Ἐστράφησαν πρὸς τὴν θύραν, καὶ εἶδον τὰ ἐντός.
Ὁ Γιάννης εἶχεν ἀνάψει στὰ μανάλια ὅλα τ᾿ ἀπόκηρα, ὅσα εἶχεν εὑρεῖ ἐκεῖ, εἶχε χύσει τὸ λάδι ἀπὸ τὰ κανδήλια, εἶχε κενώσει ὅλον τὸ λαδικόν, ποὺ ηὗρεν εἰς τὸ ἑρμάρι τῆς βορειοδυτικῆς γωνίας, καὶ εἶχε κατορθώσει νὰ [τ᾿] ἀνάψῃ ὡς πυροφάνι μόνον δύο κανδήλια ἐκ τῶν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ τῶν πρὸ τοῦ Τέμπλου καὶ τοῦ προσκυνηταρίου, καὶ ηὐφραίνετο ψάλλων τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», ὅπως αὐτὸς ἤξευρεν. Εἶχε βαρεθῆ τὴν Σαρακοστήν, ἐπόθει τὸ Πάσχα, καὶ ἤρχισε νὰ τὸ προεορτάζῃ.
Ἀφοῦ ἐγέλασεν ἀρκετά, ἡ Μαλαμὼ ἔσβησε τ᾿ ἀπόκηρα, ἐπροσπάθησε νὰ σκουπίσῃ τὰ χυμένα λάδια, καὶ εἶτα ἐμελέτα ν᾿ ἀρχίσῃ τὸ ἀσβέστωμα. Ἐλησμόνει ἤδη τὰ χαμένα σανίδια. Ἀλλ᾿ ὁ Πολύζος εἶπε:
― Καὶ ποῦ ᾽ν᾿ τὰ σανίδια, Μαλαμώ;
― Ποῦ ᾽ν᾿ τα, μαθές; ἐπανέλαβεν ἡ γυνή.
Τυχαίως καὶ στὸν βρόντον ἡ γυνὴ ἐστράφη πρὸς τὸν πτωχὸν νέον, καὶ τὸν ἠρώτησε:
― Μὴν εἶδες, Γιάννη, τὰ σανίδια πουθενά;
Ὁ ἄκακος νέος ἀπήντησε μόνον:
― Κουβάλας.
Ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος τῷ ὄντι εἶχε συναντήσει τὸν Γιάννην κατὰ τὴν προχθές, τὴν ὥραν ὁποὺ ἐκουβάλα τὰ κλοπιμαῖα. Τοῦ ἔδωκε δύο ξυλιὲς ὡς ἀρραβῶνα, καὶ τὸν ἐφοβέρισε νὰ μὴν μαρτυρήσῃ τίποτε. Ὁ Γιάννης ἀπήντησε μὲ τὸ παγωμένον γέλιο του.
Εἶχε ξεχάσει τὶς ξυλιές, ὡς καὶ τὴν φοβέραν. Τὴν ἐπαύριον ἀνεῦρε τὰ κλοπιμαῖα ἡ Μαλαμώ.

(1914)

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Σαν να μην άλλαξε τίποτε..!

Το εκήρυξεν ο θείος Όμηρος προ ετών τρισχιλίων: Είς οιωνός άριστος!… Αλλά τις έβαλεν εις πράξιν την συμβουλήν του θειοτάτου αρχαίου ποιητού; Εκ της παρούσης ημών γενεάς τις ημύνθη περί πάτρης;

Ημύνθησαν περί πάτρης οι άστοργοι πολιτικοί, οι εκ περιτροπής μητρυιοί του ταλαιπώρου ωρφανισμένου Γένους;

Άμυνα περί πάτρης δεν είναι αι σπασμωδικαί, κακομελέτητοι και κακοσύντακτοι επιστρατείαι, ουδέ τα σκωριασμένης επιδεικτικότητος θωρηκτά.

Άμυνα πετρί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεωκοπίας.

Τις ημύνθη περί πάτρης; Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος.

Και σήμερον, νέον έτος έρχεται. Και πάλιν τι χρειάζονται οι οιωνοί; Οιωνοί είναι τα πράγματα.

Μόνον ο λαός λέγει. Κάθε πέρσυ και καλλίτερα.

Ας ευχηθώμεν το ερχόμενον έτος να μη είναι χειρότερον από το έτος το φεύγον.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Εφημερίς “Ακρόπολις”, 1 Ιαν. 1896

____________________________________________
 

Ένα κείμενο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για το νέο έτος… 1896! Δημοσιεύθηκε πριν 114 χρόνια, την 1η Ιανουαρίου1896, στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”. Σαν να μην άλλαξε τίποτε...
Όταν γράφηκε το άρθρο αυτό, η πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν πολύ κακή. Είχε προηγηθεί το 1893, όταν ο Χαρίλαος Τρικούπης ομολόγησε δημοσίως: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Βεβαίως το 1896 ήταν το έτος των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων και της νίκης του Σπύρου Λούη.   Το 1897 είχαμε τον ατυχή πόλεμο μέ την Τουρκία. Το 1898 επεβλήθη στην Ελλάδα διεθνής οικονομικός έλεγχος. Οι Μεγάλες Δυνάμεις εγκατέστησαν υπαλλήλους τους μας, οι οποίοι εισέπρατταν για λογαριασμό των ξένων τραπεζών μέρος από τά έσοδα των μονοπωλιακών επιχειρήσεων του Ελληνικού Κράτους. Πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν από το 1895 έως το 1897 ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, κύριος υπεύθυνος της πτώχευσης του 1893 και του διεθνούς οικονομικού ελέγχου.

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Πολιτισμός και Ψυχαγωγία

Στις 20 Μαρτίου το διασκεδάσαμε..!
Με κρασιά, τσίπουρα, χορό, τραγούδι κι αγάπη...
Περάσαμε ωραία ως Έλληνες, που λέει ο ποιητής...

Φωτογραφικά στιγμιότυπα Εν Δράσει..! Καλό σας μήνα!